Η καλύβα του Παππού: 10 Φεβ 2007

10 Φεβ 2007

Μνημόσυνο

ΠΙΚΡΙΑ

Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμόι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους τη ταρίφα.

Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.

Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας στο κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και τη πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο, μικρό, θαλασσινό κοχύλι.

Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου 'δώσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και "Σε πονάει με τη νοτιά;" - Όχι, απ' αλλού πονάω.

Του τρατολόγου το καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.

Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει τη προδοσία.

Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στο πόντο, τα Κανάρια.

Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε, γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.

7-2-1975


Το έχει μελοποιήσει υπέροχα ο Μικρούτσικος. Το έχουν τραγουδήσει πολύ γλυκά οι Κατσιμιχαίοι και το έχει "ψάλλει" εξαίσια ο Γιάννης ο Κούτρας.

Στο δίσκο δεν τραγουδιούνται οι δύο εξαίσιες, πρώτες στροφές, ούτε κι η τελευταία - που αναφέρεται στην ταφή των ναυτικών. Ως τελευταία στροφή ακούγεται η αμέσως προηγούμενη: το παράξενο, εσχατολογικό, θά 'λεγα, όραμα, με τα νησιά να ταξιδεύουν στον πόντο και τους αιώνιους εχθρούς ν' αγκαλιάζονται.

Είναι το τελευταίο ποίημα που έγραψε - τρεις μέρες μετά, ο θάνατος κατήγαγε νίκην επί του έρωτος και τον πήρε. Ήταν 10 του Φλεβάρη, πριν τριανταδυό χρόνια.

Άτιτλο

Παλέυουνε, αέναα μεταξύ τους.
Στ' ανάμεσό τους σκίζονται ψυχές.
Στα δίχτυα του Έρωτα
θωρακιζόμαστε όπως-όπως,
να ξορκιστεί το Χαίνον Στόμα
που όλο μας ζυγώνει.


Κι έπειτα νιώθεις, μιαν ώρα,
πως στο μέσα σου είναι που φωλιάζει ο θάνατος.
Κι έπειτα νιώθεις, μιαν ώρα, πως όσο κι αν το προσπαθείς,
όλα πεθαίνουν.

Ξυπνάς και βλέπεις γύρω μόνο τοίχο-
κι οι άνθρωποι που είπες πως αγάπησες
ήταν κομπάρσοι μόνο,
σε μια παράσταση παράξενη -σαν μαγική τελετουργία,
πού 'χε σκοπό να ξορκιστούν τ' αρχαία φαντάσματα.

Μαύρο κενό-βαρύ σκοτάδι.

Μ' όλη τη φρίκη,
έχει μια απόκοσμη ησυχία αυτός ο Άδης.


Ζυγώνει Σαρακοστή.














Σαν χτες έφυγε από τούτη τη ζωή
ο Μεγάλος Αμαρτωλός Θεόδωρος Μιχαήλοβιτς, δούλος του Θεού.