Η καλύβα του Παππού: 22 Ιαν 2007

22 Ιαν 2007

Η Επανάστασις της κυρίας διευθύντριας

Και εκείνην την άνοιξιν, εις το μικρόν και στενάχωρον παράρτημα της Υπηρεσίας .........., ο καιρός εκύλα κατά τον συνήθην τρόπον: Πελάται εισέρχοντο ταχέως, και πάντοτε ομαδόν, ενώ εξέρχοντο βραδέως, προς απόγνωσιν των υπαλλήλων˙ η προϊσταμένη ωμίλει και εχαριεντίζετο τηλεφωνικώς ή εμοίραζεν διαταγάς, συχνά αντιφατικάς˙ οι άλλες υπάλληλοι κατέβαλλαν φιλοτίμους προσπαθείας να εργασθούν˙ η νεαρά και χαριεστάτη ύπαρξις που έκαμνε την πρακτικήν της άσκησην «έπηζεν» αγρίως, καθώς την είχον εύρει μικράν και πρόθυμον και την «έτρεχον», και οι ταμίαι έρριπταν επ’ αυτής κρυφές ματιές. Ω, ήτο ωραιοτάτη: υψηλή, ευθυτενής, με σώμα σφριγηλόν και πρόσωπον γλυκύν ενώ αι παρειαί της, ελαφρώς προέχουσες, ήταν ως σχεδόν να επροκάλουν δια θωπείας. Ιδιαιτέρως την εκοίτα εις εξ αυτών, διακινδυνεύων να πτωχύνη ακόμη περισσότερο, καθώς η προσοχή του διεσπάτο και ο κίνδυνος ενός ακόμη ταμειακού ελλείμματος ήτο επικινδύνως εγγύς. Συχνά υποψιθύριζεν δοκιμαστικώς αυτοσχεδίους φράσεις (κοινώς «ατάκες») για να την εντυπωσιάσει, τις οποίες συχνά απέρριπτε, ως λίαν «μπανάλ», ή καταφανώς γελοίες. Άλλοτε απογοητεύετο, ενθυμούμενος την αφήγησιν φίλου τινός, όστις είχεν καταναλώσει κάποτε αφειδώς γενναίας ποσότητας της φαιάς του ουσίας, προσπαθών επιμόνως να γοητεύση με πνευματώδεις εκφράσεις νεαράν καλλίγραμμον ύπαρξιν, μόνον και μόνον δια να την ιδεί, ώρας αργότερα, να απομακρύνεται, της νυκτός προϊούσης, μετά τινος πιθηκοειδούς ανδρός, όστις είχεν επιτύχει κάμνοντας χρήσιν του ελάχιστα πνευματώδους και διόλου πρωτοτύπου: «έρχεσαι συχνά εδώ;»

Εν μέσω αυτών υπήρχε και η κυρία διευθύντρια, γυνή σχεδόν πεντηκοντούτις, μοδέρνα (ως ενόμιζεν), προοδευτική (ως επίστευεν) και «με ανοικτό μυαλό», καθώς εμελέτα ανελλιπώς, και εκαυχάτο δι’ αυτό, το «Ανεξήγητο», το «Τρίτο Μάτι» και διαφόρους περιοδικάς εκδόσεις του είδους, αι οποίαι καθιστούν αμαθέστερους τους ημιμαθείς, καλλιεργώντας εις αυτούς την απατηλήν εντύπωσιν, ότι τους καθιστούν «γνώστας», μεμυημένους εις γνώσιν κρυφήν και απρόσιτον δια τους κοινούς θνητούς. Eθεώρει εαυτήν ελληνολάτριδα, απορρίπτουσα μετά βδελυγμίας κάθε τι το έχον σχέσιν με τον Χριστιανισμόν, τον οποίον εχαρακτήριζεν «θρησκεία των Εβραίων»- πράγμα που ουδόλως την εμπόδιζεν να επιδεικνύει φιλαργυρίαν εντελώς ανάλογον με εκείνην που συνήθως ο πολύς κόσμος αποδίδει – απλουστευτικώς και αδίκως- εις τους απογόνους του Αβραάμ. Η κυρία διευθύντρια ασκούσε, λοιπόν, θορυβωδώς την μικροπολιτικήν της, ήτοι εμοίραζε και αυτή εντολάς, τας οποίας ελησμονούσε ολίγα λεπτά αργότερα, ή τας ακύρωνε δι άλλων, μονολογούσε διάφορα ακατάληπτα, υπεδέχετο τα διαρκή κουδουνίσματα του τηλεφώνου με την φράσιν « Έλα παιδί μου! Τώρα, τώρα δα σε σκεφτόμουνα», ή άλλοτε « Στο μυαλό μου σε είχα!», προς μεγάλην έκπληξιν όλων, που ευλόγως απορούσαν πώς είναι δυνατόν να χωρά τόσα ένας νους, ή ενεθυμείτο αίφνης πόσον άσχημον της εφαίνετο το νέον, μετά την ανακαίνισιν, δάπεδον, ως τούτον να ήτο το σημαντικότερον πρόβλημα ουχί μόνον της Υπηρεσίας, αλλά σύμπαντος του κόσμου. Συχνά, δε, έλεγεν και μάλλον απίστευτα πράγματα, επικαλουμένη την προτίμηση που της έδειχνε, τάχατες, ο Διοικητής της Υπηρεσίας, λόγω των υψηλών αποδόσεων του παραρτήματος του οποίου είχε την ευθύνη, και το οποίον μετά κτητικότητος απεκάλει «το κατάστημά μου», ως να ήτο το ψιλικατζήδικόν της (και το διηύθυνεν αναλόγως), και άλλα ακόμη παραδοξότερα, ων ουκ έστιν αριθμός. Οι ταμίες την είχον «μυριστεί» και την εχλεύαζαν κρυφίως, αποκαλώντας την συχνότατα «φιδέμπορα», εννοώντας με αυτήν την έκφρασιν, την εις ημάς αγνώστου προελεύσεως, αυτόν που πωλεί χονδροειδή παραμύθια.

Ούτως εκύλα και εκείνη η άνοιξις, η επί μακρόν αναμενομένη και εκνευριστικώς αργοπορούσα. Ώσπου μια των ημερών, ως ανεμένετο, εξέσπασε ο από μακρόν σχεδιαζόμενος πόλεμος εις το Ιράκ, καθώς αυτόν τον τρισταλαίπωρον, πλην πετρελαιοφόρον, τόπον είχον επιλέξει οι ισχυροί του κόσμου τούτου ως εχθρόν μιαρόν, ως καβαφικόν βάρβαρον και ως αποδιοπομπαίον τράγον. Η ζωή εις το κατάστημα εσυνεχίσθη ως και άλλοτε, με μόνην διαφοράν τα συχνά «πηγαδάκια», εις τα οποία άπαντες έρριπταν τον λίθον του αναθέματος εις τας Η.Π.Α., την Μεγάλην Βρεταννίαν και την Ισπανίαν και εστοχάζοντο περί της φρίκης του πολέμου. Εις εκ των ταμιών, ο ερωτικώς διακείμενος προς την νεαράν ασκουμένην, ελάμβανεν μέρος και εις τας διαδηλώσεις, πασχίζων να αισθανθεί ότι πράττει κάτι το σημαντικόν, ή μάλλον ότι είναι ο ίδιος κάποιος σημαντικός, γοητευθείς από το είδωλον του εαυτού του, τρέχοντος και ασθμαίνοντος, εν μέσω δακρυγόνων και αντιπολεμικών ιαχών, εκφερομένων μετά βαρβαρικού μένους. Όμως ολίγην, έστω, αυτοσυναίσθησιν είχε, καθώς και φίλους, εις εκ των οποίων, πρεσβύτερος αυτού και ρασοφόρος, δια της γνώμης του συχνά τον ωθούσε εις προσγειώσεις ανωμάλους, αι οποίαι, παρά το ότι δεν ήσαν διόλου ευχάριστες, τον προεφύλασσαν από οιήσεις και φαιδρότητας. Συμμετείχε, λοιπόν εις τας πορείας με έντονον κριτικόν βλέμμα, σκεπτόμενος πως το μόνον που ηδύνατο να τας δικαιώσει, θα ήτο να ριφθούν δύο ή τρία βλήματα ολιγότερα. Φύσει μελαγχολικός ων, δεν ήλπιζε και σε κάτι περισσότερο εξ’ αρχής. Άλλωστε, όσο και εάν ήτο έγκλημα βαρύ η άδικος και αλλοπρόσαλλος επίθεσις των ισχυρών εναντίον του Ιράκ, εκείνος εγνώριζε πλέον, πως το κρισιμότερον είναι να μην υιοθετεί κανείς την λογικήν αυτών - Λογικήν; Ήμαρτον! παραλογισμόν εννοούσα- εις την ζωήν του και εις τας σχέσεις του.

Αίφνης, μία των ημερών, και με τον άδικον και βάρβαρον πόλεμον, ως άδικος και βάρβαρος είναι πας πόλεμος, να κυριαρχεί εις τα δελτία, τας εφημερίδας και τας συζητήσεις, η κυρία Διευθύντρια εισέβαλλε ορμητικώς εις το «κατάστημά της», ανεμίζουσα πολυγραφημένας επαναστατικάς σελίδας, ήτοι καταλόγους προϊόντων αμερικανικών εταιριών, και ομιλούσα ευθαρσώς και μετά πάθους περί «μποϊκοτάζ των Αμερικανών και των Εβραίων που τους ελέγχουν», ως την μόνην οδόν αντιστάσεως. Έλεγεν, δε, πως εκείνη είχε σταματήσει να καταναλώνει αμερικανικά προϊόντα από καιρόν, πως άπαντες οι υπάλληλοι όφειλαν όπως δίδουν καταλόγους και εις τους πελάτας, και άλλα τέτοια. Τέλος, διεκήρυξεν πως θα μοιράση τον κατάλογον και εις το γειτονικόν κατάστημα με τας υγιεινάς τροφάς, του οποίου ήτο τακτικοτάτη πελάτις, και απείλησε πως εάν εύρη Αμερικανικόν τι προϊόν εν αυτώ, δεν θα ξαναψωνίση. Όταν επέστρεψε εκ της μικράς εκστρατείας της, ήτο περιέργως σιωπηλή, ως να είχεν αναγκασθεί να «νερώση το κρασί της».

Ο ταμίας παρηκολούθη τα γενόμενα εμβρόντητος. Οποίον παράδοξον! Να δηλώνει επαναστάτις εναντίον της Αμερικής εκείνη, ήτις είχε πλήρως υιοθετήσει την κυρίαρχην εις όλον τον δυτικόν κόσμον άποψιν περί των σχέσεων εν τω χώρω εργασίας, ήτοι την κολακείαν, τον ατομικισμόν, το ψεύδος, όλον αυτό το μιαρόν πλέγμα, που οι Αγγλοσάξονες καλούν “public relations”, οι δε Νεοέλληνες «δημοσίους σχέσεις». Εκείνη, ήτις επροσπάθει, ως θλιβερά καρικατούρα καπιταλιστού επιχειρηματίου του προπερασμένου αιώνος, «να βγάλη κι απ’ τη μύγα ξύγκι», στερώντας από τους υφισταμένους της πολλά από εκείνα που νομίμως εδικαιούντο. Εκείνη, ήτις ως σκοπόν ζωής είχεν την καρριέραν και την επιτυχίαν, τον εφιάλτην που συνήθως αποκαλούμεν «Αμερικανικόν Όνειρον».

Ο ταμίας έμεινεν χάσκων, μη δυνάμενος να πιστεύση το μέγεθος του θράσους, ή της τυφλώσεως. Ενεθυμήθη και την πρόσφατην διήγησιν φίλου του Κρητός, ο οποίος περιέγραφεν το πώς εσείετο καθημερινώς η πόλις των Χανίων από τας αντιπολεμικάς εκδηλώσεις, και πως το βράδυ όλοι οι καταστηματάρχαι «έκαμναν τεμενάδες» στους ναύτες των Αμερικανικών πολεμικών σκαφών.

Eνεθυμήθη τον προσφιλέστατόν του κυρ-Αλέξανδρον και εμορμύρισεν πικρώς: «Έως πότε θα είμεθα αχαρακτήριστοι γραικύλοι;» και, παύσας να φιλοσοφεί περί των ανθρωπίνων, εύρεν και πάλιν χαρμόλυπον παραμυθίαν εις την γλυκείαν βάσανον της ενατενίσεως της ωραιοτάτης και καλλιμόρφου ασκουμένης.



(Γραμμένο τις ημέρες που ξεκινούσε η επέμβαση στο Ιράκ, άνοιξη του 2003)