Η καλύβα του Παππού: 18 Νοε 2009

18 Νοε 2009

9η Οκτωβρίου 1989, η μέρα που άλλαξε τα πάντα
Η εμπειρία του Ανατολικογερμανού συγγραφέα Ίνγκο Σούλτσε από την πτώση του Τείχους



Tο κείμενο του Ινγκο Σούλτσε γράφτηκε με αφορμή την επέτειο της επανένωσης της Γερμανίας. Ενα κείμενο που στρέφει τη μνήμη είκοσι χρόνια πίσω, λίγες μέρες πριν το Τείχος του Βερολίνου πέσει οριστικά και αφήσει, επίσης οριστικά, πίσω του το διαιρεμένο Βερολίνο. Ο Ανατολικογερμανός συγγραφέας, όμως, δεν στέκεται στην εμβληματική ημερομηνία της 9ης Νοεμβρίου, όταν όλος ο κόσμος έβλεπε το Τείχος να γκρεμίζεται. Γυρίζει έναν μήνα πίσω και γράφει την προσωπική του εμπειρία από μιαν άλλη διαδήλωση στη Λειψία, στις 9 Οκτωβρίου. Συνδυάζοντας την ημερολογιακή με τη λογοτεχνική γραφή, ο Σούλτσε ξαναζωντανεύει το κλίμα εκείνων των ημερών, και καταθέτει την προσωπική του εμπειρία από μια ξεχωριστή στιγμή της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για την επέτειο των 20 χρόνων και μέχρι σήμερα έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Γαλλίας και της Νορβηγίας. Στην Ελλάδα δημοσιεύεται αποκλειστικά στην «Κ» σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου.

Του Ινγκο Σουλτσε

Συχνά με διορθώνουν πολύ συγκαταβατικά: «Εννοούσατε την 9η Νοεμβρίου». «Οχι, η μέρα που καθόρισε τα πάντα ήταν η 9η Οκτωβρίου». «Γιατί; Αφού το Τείχος έπεσε την 9η Νοεμβρίου!» «Ναι, επειδή είχε προηγηθεί η 9η Οκτωβρίου».

Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου δεν υπήρχε σχεδόν κανείς που να περίμενε ότι το Τείχος θα έπεφτε εκείνη τη μέρα. Την 9η Οκτωβρίου ωστόσο ξέραμε όχι μόνο στη Λειψία ότι το βράδυ εκείνο θα έφερνε μαζί του μια απόφαση, που μετά απ’ αυτήν -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλα θα ήταν αλλιώς.

Η 9η Οκτωβρίου ήταν Δευτέρα, η πρώτη Δευτέρα μετά την 7η Οκτωβρίου, την 40ή επέτειο της ΛΔΓ. Βδομάδα τη βδομάδα οι διαδηλώσεις της Δευτέρας, που ξεκινούσαν μετά την «προσευχή υπέρ ειρήνης» στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λειψία, γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Μία βδομάδα νωρίτερα οι διαδηλωτές είχαν φτάσει ήδη τους τριάντα χιλιάδες.

Φοβόμουν - και συγχρόνως ένιωθα ευφορία. Λόγοι για να φοβάται κανείς υπήρχαν αρκετοί. Την προηγούμενη βδομάδα είχε γίνει κανονική σφαγή ανάμεσα σε ένστολους και διαδηλωτές γύρω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, απ’ όπου θα έρχονταν τα τρένα με τους πρόσφυγες από την πρεσβεία της Πράγας. Το Σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί ένστολοι είχαν επιτεθεί ξυλοκοπώντας διαδηλωτές και αμέτοχο κόσμο στο Βερολίνο, στη Λειψία και σε άλλες πόλεις. Με πόση κτηνωδία, με πόσο πραγματικό σαδισμό μάλιστα, είχαν ενεργήσει σε πολλές περιπτώσεις οι λεγόμενες δυνάμεις της τάξης δεν το ξέραμε εκείνη τη στιγμή ακόμα. Μέχρι τότε, έτσι πίστευα, η επικείμενη 40ή επέτειος μας είχε γλιτώσει από τα χειρότερα. Και τα χειρότερα ήταν η «κινεζική λύση», η οποία είχε εφαρμοστεί πριν από τέσσερις μήνες νωρίτερα στο Πεκίνο. Η κυβέρνηση της ΛΔΓ την είχε επικροτήσει. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι γυμναστήρια μετεξοπλίζονταν ώστε να χρησιμοποιηθούν ως στρατιωτικά νοσοκομεία έκτακτης ανάγκης, ότι στα νοσοκομεία αύξαναν τα αποθέματα αίματος και άλλα τέτοια. Στη «Λαϊκή Εφημερίδα της Λειψίας» είχε δημοσιευτεί η πιο σαφής απειλητική επιστολή της «Μονάδας Εδικού Αποσπάσματος “Χανς Γκάιφερτ”», με την οποία ο διοικητής της δήλωνε ότι θα αναχαιτιστούν «οριστικά και δραστικά οι αντεπαναστατικές αυτές ενέργειες» - «Αν χρειαστεί και με το όπλο στο χέρι».

Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Γιατί πότε θα κατεβαίναμε στους δρόμους, αν όχι τώρα; Θα φαινόμουν αναξιόπιστος τόσο στα μάτια τα δικά μου όσο και στα μάτια των φίλων μου, αν το ’βαζα στα πόδια. Αλλά γι’ αυτό είχαμε μείνει άλλωστε - για να αλλάξουμε κάτι.

Αντιπολίτευση

Προτού πάρουμε το αυτοκίνητο για να πάμε νωρίς το απόγευμα με τη φίλη μου στη Λειψία -δουλεύαμε και οι δύο στο θέατρο του Αλτενμπουργκ- γεμίσαμε το ψυγείο για τη δεκατριάχρονη κόρη της. Στο πολυκατάστημα της πόλης εκείνη τη μέρα κατά ένα μυστηριώδη τρόπο υπήρχε σπάνια αφθονία. Τι παρανόηση! Σάμπως αυτό να μας ενδιέφερε!

Δώσαμε στο κορίτσι ένα φάκελο με χρήματα, αλλά και αρκετά νομίσματα των είκοσι πφένιχ για το τηλέφωνο και της γράψαμε τον αριθμό μιας φίλης, σε περίπτωση που δεν θα είχαμε γυρίσει μέχρι το άλλο πρωί. Μεγαλύτερη από τον φόβο όμως ήταν η ελπίδα, η ευφορία.

Στην Πολωνία μια κυβέρνηση Solidarno καθόριζε ήδη σε τεράστιο βαθμό την τύχη της χώρας, στην Ουγγαρία είχαν ανοίξει στις 10 Σεπτεμβρίου τα σύνορα προς την Αυστρία, μια μέρα μετά ιδρύθηκε στη ΛΔΓ το «Νόιες Φόρουμ» - η πρώτη αντιπολιτευτική ομάδα. Το σύνθημα «Θέλουμε να φύγουμε!» από τα τέλη του Σεπτέμβρη είχε γίνει «Θα μείνουμε εδώ!» Από την τελευταία Δευτέρα ακουγόταν το «Είμαστε ο λαός!».

Ξεκινήσαμε για τη Λειψία νωρίς, επειδή φοβόμαστε ότι θα έκλειναν το κέντρο της πόλης. Κάπου ανάμεσα στην Μπόρνα και στο Εσπενχαϊμ μας σταμάτησε η αστυνομία. Αφού τους έδειξα ότι τα φώτα και το φλας μου λειτουργούσαν κανονικά, μας άφησαν να φύγουμε.

Οταν φτάσαμε στη Λειψία αφήσαμε το αυτοκίνητο μπροστά στο μουσείο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, το σημερινό Ανώτατο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο. Απέναντι, σε κάποια πάροδο, είδαμε στρατιωτικά οχήματα και άντρες με στολές του Ειδικού Αποσπάσματος. Μοίραζαν τσάι από ένα μεγάλο καζάνι. Οι ένστολοι δεν ήταν πια και τόσο νέοι, πολλών η κοιλιά κρεμόταν πάνω από τη ζώνη. Τους προσπεράσαμε περνώντας σχεδόν από δίπλα τους, τους κοιτούσαμε - εκείνοι έστρεφαν το βλέμμα τους αλλού. Στο κέντρο της πόλης με την πρώτη ματιά τίποτα δεν φαινόταν διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθως - άξαφνα όμως βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη σειρά από στρατιωτικά οχήματα. Ακούγονταν σκύλοι να γαβγίζουν. Αξιωματικοί έτρεχαν από όχημα σε όχημα. Από την πλατεία ανάμεσα στην Οπερα και την Γκεβάντχαους, την πλατεία Καρλ Μαρξ, βλέπαμε στρατιωτικά οχήματα να καταφτάνουν συνεχώς από την πλευρά του μουσείου Γκράσι και να στρίβουν στο Δακτύλιο της Λειψίας. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων κόρναραν, από το πεζοδρόμιο ακούγονταν σφυρίγματα.

Μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου επικρατούσε ήδη κατά τις 16.00, μία ώρα δηλαδή πριν από την «προσευχή υπέρ ειρήνης», μεγάλος συνωστισμός. Δεν ξέραμε ότι εκατοντάδες σύντροφοι από το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν κληθεί να βρίσκονται στην εκκλησία για να πιάσουν τις θέσεις.

Πήγαμε στη «Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία», που ήταν ακριβώς στο Δακτύλιο και γεμάτη μέχρι και την τελευταία θέση. Ενημέρωναν τον κόσμο σχετικά με τις συλλήψεις των τελευταίων ημερών. Ακούσαμε επίσης (ή μήπως αυτό συνέβη αργότερα, από τα μεγάφωνα του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού;) την έκκληση για αποφυγή βίας, που είχε υπογραφεί από τους γραμματείς της Περιφερειακής Διοίκησης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Κουρτ Μάγιερ, Γιόχεν Πόμερτ, Ρόλαντ Βαίτσελ, από τον τότε διευθυντή της ορχήστρας Γκεβάντχαους Κουρτ Μαζούρ, τον καμπαρετίστα Μπερντ-Λουτς Λάνγκε και τον θεολόγο Πέτερ Τσίμερμαν. Κατά ρεαλιστικό τρόπο οι έξι αυτοί άντρες θεωρούσαν δεδομένο πως θα γινόταν διαδήλωση. Κι αυτό -στο κάτω κάτω είχαν υπογράψει τρία υψηλά στελέχη του Κόμματος από τη Λειψία- ήταν μια νομιμοποίηση σχεδόν της διαδήλωσης της Δευτέρας.

Από τη Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία ξαναγυρίσαμε στην πλατεία Καρλ Μαρξ. Ολοι οι δρόμοι και οι πάροδοι στο κέντρο της πόλης ήταν γεμάτοι κόσμο. Ακούγαμε τα συνθήματα από την πλατεία μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Την προηγούμενη Δευτέρα είχα μείνει εμβρόντητος όταν άκουσα για πρώτη φορά το σύνθημα «Εξω η Στάζι!» Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να συμβαίνει, χωρίς να ορμήσουν αμέσως στον κόσμο ορδές από τους ανθρώπους της Υπηρεσίας Μυστικής Ασφαλείας, μου φαινόταν σαν θαύμα. Μια βδομάδα αργότερα τα συνθήματα ακούγονταν ήδη οικεία.

Αν τα όσα είχαν καταγράψει οι δύο κάμερες που υπήρχαν στο κτίριο του ταχυδρομείου στην πλατεία Καρλ Μαρξ δεν έχουν σβηστεί, θα μπορούσε να δει κανείς πώς ακριβώς συγκεντρώθηκαν οι διαδηλωτές. Για μένα βρέθηκαν εκεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν ήταν μονάχα το τμήμα που ξεκίνησε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου («Ξεκινάμε! Ξεκινάμε!») και κατευθυνόταν προς την πλατεία της Οπερας. Γιατί ξαφνικά άρχισε να συρρέει κόσμος από παντού. Οποιος πριν φαινόταν πως είχε βρεθεί τυχαία στην πλατεία και για τον οποίο θα σκεφτόταν κανείς ότι πηγαίνει για ψώνια ή ότι απλώς γυρίζει από τη δουλειά του, αποδεικνυόταν ότι ανήκε στους διαδηλωτές.

Δεν μπορούσες να πεις ποιο ήταν εκείνο το βήμα με το οποίο έπαυε να είναι κανείς περαστικός και ανήκε πια στους διαδηλωτές. Με τις δύο κάμερες στραμμένες επάνω μας προχωρούσαμε προς την κατεύθυνση του Δακτυλίου Γκεόργκι, τον φαρδύ δρόμο μπροστά από το κτίριο του ταχυδρομείου, και απορούσαμε που δεν συνέβαινε τίποτα.

Λίγο πριν φτάσουμε στο δρόμο συνάντησα μια συμφοιτήτριά μου - Εσύ εδώ; Μιλώντας για διάφορους κοινούς μας γνωστούς φτάσαμε στο Δακτύλιο Γκεόργκι και σταματήσαμε στο φανάρι των πεζών που ήταν κόκκινο. Αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά μας. Οταν το φανάρι των πεζών άναψε πράσινο, κατεβήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε αριστερά προς τον Κεντρικό Σταθμό. Κάθε φορά που σε κάποια συζήτηση αναφέρω τα περιστατικά αυτά, με κοιτάζουν χαμογελώντας κοροϊδευτικά, καμιά φορά μου επιτίθενται μάλιστα. Σάμπως με τέτοιες λεπτομέρειες να υποβαθμίζω τη διαδήλωση, να την συκοφαντώ μάλιστα. Μα γιατί να τρέξει και να περάσει κανείς μπροστά από ένα αυτοκίνητο που κινείται; Γιατί να μη διώξει κανείς το φόβο από την ψυχή του φλυαρώντας λιγάκι; Το καθημερινό και το ασυνήθιστο δεν ζουν σε κόσμους ξεχωριστούς.

Μετά από λίγα λεπτά τα αυτοκίνητα που σταματούσαν στο φανάρι βρίσκονταν ακινητοποιημένα μέσα στη διαδήλωση. Δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσουν. Τα λιγοστά αυτοκίνητα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση έβαζαν όπισθεν. Ο δρόμος μάς ανήκε.

Η ένταση με βοήθησε να αρχίζω κι εγώ να φωνάζω τα συνθήματα. Εξακολουθούσε να μου είναι δύσκολο να «κραυγάζω» έτσι δυνατά μαζί με άλλους. Αφού αυτές οι «συλλογικές κραυγές» ανήκαν σε κείνον τον άλλο κόσμο, σε κείνον που περιφρονούσαμε. Συμμετέχοντας όμως τώρα σε όλο αυτό ένιωθες το φόβο να διαλύεται και να ενώνεσαι με τους άλλους: «Το Νόιες Φόρουμ να γίνει δεκτό!», «Ελεύθερες εκλογές», «Θα μείνουμε εδώ», «Κάτω η βία» και κάθε τόσο «Είμαστε ο λαός!» Πού ήταν οι ένστολοι;

Μου φαινόταν σάμπως οι «Δυνάμεις Ασφαλείας» να είχαν γίνει καπνός. Θυμάμαι μονάχα έναν και μοναδικό αστυνομικό που με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση στεκόταν αριστερά στο πεζοδρόμιο και είχε το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Στα παράθυρα των γύρω σπιτιών και εστιατορίων έβγαιναν όλο και περισσότεροι άνθρωποι. «Μπείτε στη γραμμή!», «Εξω η Στάζι!», «Η Στάζι στην Εθνική Οικονομία» (εκεί ήταν άλλωστε προ πολλού), «Γκόρμπι, Γκόρμπι!» Μονάχα το σύνθημα για τον Γκόρμπι δεν φώναξα. Χωρίς τον Γκορμπατσόφ, αυτό όλοι το ήξεραν, δεν θα είχαν γίνει τόσο πολλά πράγματα.

Οταν γυρίσαμε και κοιτάξαμε από την άλλη πλευρά, ολόκληρος ο Δακτύλιος Γκεόργκι είχε σκοτεινιάσει από κόσμο. Πανηγυρίζαμε. Ποιος θα σταματούσε αυτό το πλήθος; Το γεγονός ότι ήμασταν τόσο πολλοί -εβδομήντα χιλιάδες- και δεν βρέθηκε ούτε ένας χρήσιμος ηλίθιος που να σηκώσει πέτρα ήταν θρίαμβος για μας. Ενάντια σ’ αυτό το πλήθος μονάχα η ένοπλη βία θα βοηθούσε. Οτι όντως θα έπεφταν πυροβολισμοί δεν μπορούσα όμως να το φανταστώ.

Οπως γνωρίζουμε σήμερα, για αρκετή ώρα δεν ήταν βέβαιο αν όντως δεν θα δινόταν διαταγή για «καταστολή της αντεπανάστασης», πράγμα που δεν θα σήμαινε διαταγή πυροβολισμού. Ωστόσο, η Κεντρική Διοίκηση των ειδικών δυνάμεων της Λειψίας θεωρούσε μάταιο το να επέμβει. Περίμενε την έγκριση αυτής της απόφασης από το Ανατολικό Βερολίνο - ο Εγκον Κρεντς δεν απάντησε όμως. Λίγο μετά τις 6.30 ο Πρώτος Γραμματέας της Περιφερειακής Διοίκησης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Χέλμουτ Χάκενμπεργκ, εξέδωσε την εντολή «να αφήσουν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν και να κρατηθούν σε χαμηλούς τόνους», εφόσον δεν «σημειωθούν επιθέσεις σε άντρες των Δυνάμεων Ασφαλείας, σε αντικείμενα και εγκαταστάσεις». Οι μεν κρατήθηκαν σε χαμηλούς τόνους, οι δε ανέβασαν τους τόνους.

Η διαδήλωση δεν ήταν απλώς ειρηνική, από λεπτό σε λεπτό γινόταν όλο και πιο χαρούμενη. Γελούσαμε με τον ίδιο μας τον εαυτό: Διαδηλώνουμε μετά το σχόλασμα και την άλλη μέρα θα πάμε πάλι στη δουλειά στην ώρα μας. Την άλλη Δευτέρα θα ξανάρθουμε όμως.

Είχαμε πραγματικά τη διάθεση να αρχίσουμε να τραγουδάμε το «Λαοί, ακούστε τα συνθήματα που για την τελευταία μάχη σας καλούν! Με τον αγώνα η Διεθνής τ’ ανθρώπινα δικαιώματα κατακτά». Το ρεφρέν της Διεθνούς -κανένας δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει τίποτα περισσότερο από την πρώτη στροφή και το ρεφρέν- μου φαινόταν να ταιριάζει κατά έναν απροσδόκητο τρόπο. Εμείς ήμασταν η Διεθνής, νιώθαμε ένα με τους Πολωνούς, τους Τσεχοσλοβάκους, τους Ούγγρους, τους Ρουμάνους, τους Ρώσους, τους Κινέζους, τους Νοτιοαφρικανούς…

Αδελφοσύνη

Αν δει κανείς φωτογραφίες αυτών των πρώτων διαδηλώσεων της Λειψίας θα παρατηρήσει αμέσως πόσος χώρος υπήρχε ανάμεσα στον κόσμο. Δεν βηματίζαμε παρατεταγμένοι. Ούτε ήμασταν πιασμένοι αγκαζέ ούτε κρατούσαμε κεριά στα χέρια. Τα ελάχιστα πανό ήταν πολύ μικρά κι οι διαδηλωτές τα κρατούσαν από μικρά πηχάκια πάνω από τα κεφάλια τους, έτσι που θα μπορούσαν να βρεθούν πάνω τους χιλιάδες δακτυλικά αποτυπώματα - «Χωρίς βίζα ώς τη Σαγκάη». Περπατούσαμε στην πόλη εκείνο το ζεστό ακόμα φθινοπωρινό απόγευμα με μερικούς στενούς μας φίλους και ήμασταν ευχαριστημένοι που υπήρχαν κι άλλοι εκεί, χωρίς τους οποίους δεν θα τολμούσαμε -με την κυριολεκτική έννοια- να βγούμε στο δρόμο. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τι εννοούσαν διακόσια χρόνια πιο πριν με τη Fraternit�, με την αδελφοσύνη.

Μιας και κείνοι που κατέβαιναν να διαδηλώσουν ήταν μάλλον οι νέοι άνθρωποι, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αντιμετωπίζονταν σαν κάτι ιερό. Μιλούσαν συνεχώς στις δύο εξηνταπεντάχρονες γυναίκες που συμμετείχαν στη διαδήλωση, τις χειροκροτούσαν. Ακόμα κι ο τελευταίος ένστολος θα έπρεπε να καταλάβαινε βλέποντάς τις ότι εδώ δεν επρόκειτο για «συμμορία χουλιγκάνων».

Περάσαμε τον Κεντρικό Σταθμό, οι πόρτες ήταν κλειστές. Οποιος έφτανε με το τρένο δεν μπορούσε να μπει στην πόλη. Τα τραμ που ήταν σταματημένα στη στάση άνοιγαν τις πόρτες - «Μπείτε στη γραμμή!» Περάσαμε κάτω από τις γέφυρες των πεζών και διασχίσαμε την πλατεία Φρίντριχ Ενγκελς, που ήταν παντελώς έρημη. Λίγο πιο πίσω σταματήσαμε. Μπροστά στη λεγόμενη «Στρογγυλή Γωνία», το κτίριο της Υπηρεσίας Μυστικής Ασφαλείας, είδαμε ένστολους με ασπίδες και κράνη. Κι αυτή ήταν η έκπληξη των τελευταίων δύο βδομάδων, ότι και οι «δικοί μας» ήταν όπως και οι αστυνομικοί της Δυτικής Γερμανίας.

Περίπου πενήντα ασπιδοφόροι ήταν παρατεταγμένοι μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Πώς ένιωσαν αυτοί οι νεαροί που τους είχαν διατάξει να σταθούν εκεί μπροστά στην πόρτα, όταν ακούστηκε να περνάει από μπροστά τους το «Είμαστε ο λαός»; Επαψαν και κείνοι να φοβούνται όταν μια σειρά διαδηλωτών πήγε και στάθηκε με την πλάτη μπροστά τους; Αναψαν κεριά στα σκαλοπάτια της εισόδου. Ενα τμήμα της «Στρογγυλής Γωνίας» ήταν φυλακή, όπου εξακολουθούσαν να κρατούνται κάποιοι που είχαν συλληφθεί τις τελευταίες ημέρες και τις τελευταίες βδομάδες.

Κοντά στο Νέο Δημαρχείο ένα στρατιωτικό όχημα σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Οι διαδηλωτές συζητούσαν με τους ένστολους που κάθονταν εκεί πάνω, τους έδωσαν τσιγάρα. «Δεν είστε χουλιγκάνοι εσείς» είπαν οι τύποι από το όχημα.

Η ίδια η πόλη καθόριζε την πορεία της διαδήλωσης με τον Δακτύλιο. Προχωρήσαμε λοιπόν ώσπου φτάσαμε στην Γκεβάντχαους. Κάναμε το γύρο του Δακτυλίου, ο κύκλος έκλεισε. Βρισκόμασταν πάλι στην πλατεία Καρλ Μαρξ. Αυτή η μία ώρα μάς είχε αλλάξει. Ημασταν πιο ελεύθεροι, πιο χαρούμενοι, πιο αποφασισμένοι παρά ποτέ. Δεν είχαμε αλλάξει μόνο εμείς όμως. Η πόλη, η χώρα ολόκληρη ήταν μια άλλη αυτή τη μία ώρα. Η χαρά μας, η ανακούφιση, οι πανηγυρισμοί μας ήταν αναμφίβολα πιο δυνατοί από τις τρομπέτες της Ιεριχούς. Ολα θα άλλαζαν, όλα τα τείχη θα έπεφταν - «Χωρίς βίζα ώς τη Σαγκάη» - και το όνειρο της Ανοιξης της Πράγας του ’68 θα γινόταν πραγματικότητα: Ενας Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο Ινγκο Σούλτσε

Ο Ινγκο Σούλτσε, γεννημένος το 1962 στη Δρέσδη, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς, έχοντας μάλιστα κερδίσει πολλές και σημαντικές διακρίσεις. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός με τις «33 στιγμές ευτυχίας» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Γ. Λαγουδάκου) και τις «Απλές ιστορίες» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Αλ. Παύλου), κυρίως όμως με το επιστολικό μυθιστόρημα «Καινούργιες Ζωές» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Γ. Λαγουδάκου), με το οποίο καθιερώνεται πλέον παγκοσμίως.

(Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή)