Η καλύβα του Παππού: 04/01/2007 - 05/01/2007

29 Απρ 2007

Λοιπόν, ανταποκρινόμενος στην πρό(σ)κληση της Οίστρος, έξι σημαντικά και αγαπημένα τραγούδια - μετά το πρώτο που ήταν αυτονοήτως ή πρώτη μου επιλογή, διάλεξα σχεδόν τυχαία από το σακκούλι με τις αγάπες μου, μια και είναι δύσκολο να ξεχωρίσω:

1. Ζεϊμπέκικο, του Διονύση Σαββόπουλου. Μια παράδοξη, σπαρακτική προσευχή. Το προτιμώ στην πρώτη εκτέλεση, από το "Βρώμικο Ψωμί", αλλά κι ετούτη εδώ, με τη Σωτηρία Μπέλλου, είναι εξαιρετική.

2. Ποιος είν' τρελός από έρωτα, από το Μεγάλο Ερωτικό. Ποίηση Γιώργου Σαραντάρη, μουσική Μάνου, ερμηνεία της θεϊκής Φλέρυ...

3. Wish you were here, των Pink Floyd, από το ομώνυμο άλμπουμ του 1975. Χωρίς περισσότερα σχόλια.

4. Milord, σύνθεση του Μουστακί, από τη συγκλονιστική Edith Piaf.

5. Paint it black, των Rolling Stones. Για τις στιγμές της οργισμένης θλίψης.

"I wanna see the sun
blotted out from the sky..."


6. If it be your will , του Leonard Cohen (εδώ από τον Antony σε μια σπαρακτική ερμηνεία).

Επίσης : Here comes the sun,
του George Harrison, Famous blue raincoat (του Leonard Cohen), To πρακτορείο και Της Πίκρας τα Ξερόνησα (από το Ρεμπέτικο του Ξαρχάκου), Πώς να Σωπάσω (Ξαρχάκος, με τη φωνή του Ξυλούρη), Μπουζούκι μου Διπλόχορδο (Μάρκος), Tom Traubert's Blues (Tom Waits), Εκείνη (Φοίβος Δεληβοριάς) και άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός...

Η πάσα πάει στην Credit, στον Μπάμπη, στον Αλέξη, στο Γιτσάκι και στη Φιλομήλα. Για να σας δω!

28 Απρ 2007

Στο σπίτι του κυρ-Αλέξανδρου

Η είσοδος του σπιτιού του Παπαδιαμάντη (λειτουργεί ως μουσείο).




Σ' αυτήν τη γωνίτσα άφησε την τελευταία του πνόη στις 3 Ιανουαρίου του 1911.




24 Απρ 2007

Για τη γενέθλια νήσο του Παπαδιαμάντη


"(...) Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι έριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και που σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικίου και του αργεστου, ων το στάδιον ευρύ εκτείνεται ανάμεσον της Χαλκιδικής, του Θερμαϊκού, του Ολύμπου και του Πηλίου, μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ' ου οι κάτοικοι εξ ανάγκης είχον κλεισθεί δια φύλαξιν κατά των πειρατών και των βαρβάρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσώζοντο ακόμη οικίαι τινές με τας στεγας και τα πατώματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκέπτωνται το Κάστρον συχνότερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών, πλεονεκτών και οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον. Εντεύθεν αμελήσαντες και οι εφημέριοι της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ' αυτήν την ημέραν της εορτής".

"
Στο Χριστό, στο Κάστρο"



Στο Κάστρο. Η εκκλησιά, στ' αριστερά, είναι αφιερωμένη στη Γέννηση του Χριστού (γνωστή ως "Χριστός"). Πιο πίσω, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Αγ. Νικόλαος κι ο Αγ. Βασίλειος.



"(...) Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλεος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ’ ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τω Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τας περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγόν τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν' αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του."


"Στο Χριστό, στο Κάστρο"

"(...) Μη «θρησκευτικά, προς Θεού!». Το Eλληνικόν έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες δεν είναι κατευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, προόδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης, ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού»; Και ότι ο πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως;» Και να περιγράφεις το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των Αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν ημείς αυτά. Ημείς θέλομεν διήγημα, το οποίον να είναι όλο ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. Συ δε πώς τολμάς να γράφεις, ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου, καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του Αγίου Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός ο παράφρων τύραννος...». Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε «χυδαία» πληθος προλεγόμενα, δι’ ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του - τότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις, διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου - του Παραβάτου ή Αποστάτου καλουμένου - η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν ενόησεν, ότι η φράσις ήτο «εξ αντικειμένου» όπως λέγουσιν αυτοί· απέδιδε δηλ. δια λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου και παν ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εντούτοις δεν αρνείται, ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει όλως. (...)


Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη. «Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μή σου μνησθώ»".

"Λαμπριάτικος Ψάλτης"

21 Απρ 2007

Άρτι αφιχθέντες εκ Σκιάθου...


Ο ΑΚΕΡΑΙΟΣ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ


Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του το ύψος
αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια

την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.


Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα ειν' αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση

με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.

Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.


Νίκος Καρούζος

Από τη συλλογή: ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ, Εγνατία, 1974

Καθολικό του μοναστηριού της Ευαγγελίστριας, Σκιάθος

Ο γράφων θα ήθελε να πιστεύει ότι το ποίημα του Νίκου Καρούζου δεν γράφτηκε για ανθρώπους σαν κι αυτόν, δεν τον αφορά, είναι υποψιασμένος αυτός...

Ατυχώς, μάλλον έχουν αλλιώς τα πράματα.

11 Απρ 2007

Το Πάσχα του δασκάλου

Απρίλης, και η άνοιξη έμπαινε σιγά-σιγά στην πολιτεία. Δεν ένιωσε την αλλαγή στον τρόπο που κυλούσαν οι μέρες, η καθεμιά ίδια κι απαράλλαχτη με όλες τις πριν και όλες τις μετά.







Εκείνο το απόγευμα έλαβε το τεύχος ενός φιλολογικού περιοδικού, το οποίο διάβαζε ανελλιπώς κάποτε, και του οποίου είχε υπάρξει συνεργάτης πριν χρόνια. Συνήθως πια απλώς το ξεφύλλιζε, αλλά τώρα έκατσε και διάβασε λίγα ποιήματα. Για τα μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα, κριτικές και τα τοιαύτα, ούτε λόγος: τα πιο πολλά τα βαριόταν αφόρητα, έτσι όπως ήταν γραμμένα - αναλύσεις επί αναλύσεων και αφόρητη πόζα. Ένας σωρός εμβριθείς αρλούμπες για να ειπωθούν, τελικά, τα απολύτως προφανή - και αν.
Διάβασε μερικά και τέλος πρόσεξε ένα:

Ανώφελες μέρες.
Στον κήπο πήλινα λουλούδια και ταριχευμένα ζώα.
Κι έξαφνα πέρασε ένα γυμνό κορίτσι,
δροσερό σαν πρώτο φως,
κι όλα ζωντάνεψαν.

Έμεινε να ξαποστάσει λίγο,

Καθρεφτίστηκε στο βλέμμα μου,
Και μ’ ένα γέλιο ανέμελο,
Είδε ότι την κοιτούν,
Και χάθηκε όπως ήρθε.

Τώρα,
Σκυλιά, χλωμά του πόθου
Γαβγίζουν το φεγγάρι,

Τα δέντρα αιμορροούν
Στο φύσημα του ανέμου.


Δεν του φάνηκε και σπουδαίο, ούτε και στους συντάκτες. Πολύς μελοδραματισμός στην τελευταία στροφή- σκυλιά που γαβγίζουν και δέντρα που ματώνουν! Εφηβικά πράγματα. Είχε γίνει πιο δύσκολος μεγαλώνοντας.
Του άρεσαν μόνο τα πήλινα λουλούδια, κι εκείνο το γυμνό κορίσι, το δροσερό σαν πρώτο φως – αυτός ναι, ήταν καλός στίχος. Το διάβασε άλλη μια φορά.
Φυλλομέτρησε λίγο και πέτυχε ένα απόσπασμα από την «Έρημη Χώρα», σε καινούργια μετάφραση, κάποιου φερέλπιδος νέου μεταφραστή:

Φίλε μου, αίμα που την καρδιά μου ανακινείς!
Η φοβερή η τόλμη μιας στιγμής παραδομού,
Που ένας αιώνας φρόνησης ποτέ δεν θ’ αναιρέσει.
Μ’ αυτήν,
Μ’ αυτήν και μόνο

Έχουμε υπάρξει,
Που στις νεκρολογίες μας
Δε θα βρεθεί ποτέ,
Σε έγγραφα που κάλυψε η ελεούσα αράχνη
Ή κάτω απ’ τις σφραγίδες, που θρυμμάτισε
Ο ισχνός συμβολαιογράφος
Στις αδειανές μας κάμαρες.

Έκατσε κι άναψε τσιγάρο.

Το βράδυ ονειρεύτηκε πως κολύμπαγε, σε μια γαλάζια, καθάρια θάλασσα.
Άκουσε το γέλιο της για μια στιγμή, γύρισε. Τον πλησίαζε με ήρεμες απλωτές, και ύφος παιχνιδιάρικο. Σε μια στιγμή τον ζύγωσε, και με μια απότομη κίνηση τινάχτηκε στ’ ανάσκελα, αποκαλύπτοντας το εξαίσιο στήθος της. Στο υγρό της δέρμα, αστραποβολούσε το φως.
Μαγεύτηκε, άρχισε να παραληρεί, χάζευε το φεγγοβόλο στήθος, υμνούσε «τον κόρφο της άνοιξης», ούτε ήξερε τι έλεγε, ώσπου εκείνη, χαμογελώντας, τον αγκάλιασε και τον τράβηξε πάνω της.

Σαν ξύπνησε, μια γλυκιά ευφροσύνη απλωνόταν σε όλο του το κορμί.
Ήταν καλοκαίρι όταν τη γνώρισε. Είχαν περάσει χρόνια, κι ακόμα τη σκεφτόταν. Όμορφη. Στ’ αλήθεια, ό μ ο ρ φ η.
Μαζί της έζησε τον παράδεισο. Αλλά έμελλε να κρατήσει λίγο. Πόνεσε. Στην αρχή τη μίσησε, για να μη μισήσει τον εαυτό του, κι έπειτα μίσησε το ίδιο το είναι του, μην αντέχοντας να μισεί εκείνη. Κι έπειτα, ξέχασε έρωτες και χαρές και αρκέστηκε στα λίγα, και ασφαλή.

Όταν βεβαιώθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως ήταν μόνο όνειρο, σηκώθηκε παραζαλισμένος.

Πήγε στη δουλειά με το ζόρι, κι ίσα που κατάφερε να ξεχαστεί λίγο. Αλλά ήταν αφηρημένος˙ οι ταραξίες της τάξης αλώνισαν κανονικά, κι ούτε που προσπάθησε να κάνει κάτι για να επιβάλλει λίγη ησυχία.

Σαν γύρισε σπίτι, παραξενεύτηκε: κατάλαβε πως είχε, όλη μέρα, τη μυρωδιά από τα μαλλιά της στα ρουθούνια του.
Δεν έβαλε να φάει, δεν πεινούσε. Ξεκλείδωσε με νευρικά χέρια το συρτάρι που φύλαγε τα παλιά γράμματα.
Λίγο μετά βρήκε εκείνο που έψαχνε. Το τελευταίο της γράμμα.


«….δεν ξέρω ποιος φταίει, ούτε αν φταίει κάποιος, ούτε αν έχει νόημα να ψάχνουμε το φταίχτη.
Να ξέρεις πως λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσουμε. Είμαστε τα ίδια χάλια κι οι δυο, το ίδιο σακάτηδες, κι αυτό, αυτό που παλιά λέγαμε πως έδινε δύναμη στη σχέση, τώρα είναι η καταστροφή της. Το είχες πει-να το ‘χες προβλέψει, άραγε; - σ’ εκείνο το ποίημά σου:

Υπάρχουμε μονάχοι.
Στα φωτεινά μόνο διαλείμματα

Αγγιζόμαστε.
Νήπια χαμένα σε δάσος βιαστικών
Ενήλικων βημάτων,
Γκρινιάρικα,
Πικρόχολα,
Ουρλιάζοντας,

Απαιτώντας,
Επαιτώντας,
Σπάζοντας όλα τα δώρα μας κάτω απ’ το δέντρο των Χριστουγέννων,
«Εγώ» που πρήστηκαν
Και απλώνονται στο χώρο,

Στο αιωνίως αδικημένο κέντρο του κόσμου,
Αναζητώντας μανιακά το αστείρευτο
Στήθος.

Φεύγεις τώρα. Δεν κοιτάς πίσω.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
Στην γκριζωπή αποβάθρα,
Ο αέρας στροβιλίζει κιτρινισμένα φύλλα εφημερίδων
Με νέα του περασμένου αιώνα

Κι εγώ τρέχω για να προλάβω
Το τελευταίο τραίνο
Για το Νότο.

Ξέρεις καλά πως πάντα πίστευα πως δεν τα καταφέρνεις και πολύ στην ποίηση. Σαν να προσπαθούσες να υποδυθείς κάποιον άλλο, αλλιώτικο απ’ αυτόν που είσαι εσύ. Αλλά αυτό, είτε στέκει ως ποίημα, είτε όχι, μου μίλησε. Ήταν αληθινό. Έτσι ήμαστε.

Συγχώρα με που φεύγω. Κάποιος έπρεπε να το τολμήσει.
Σε φιλώ.»

Ξάπλωσε βαρύς. Πώς γίνεται, πάλι και πάλι, άνθρωποι με καλές προθέσεις, να πάνε να φιληθούν και να δαγκώνονται;
Η καμπάνα της γειτονικής εκκλησιάς άρχισε να χτυπά, δυνατά και εκνευριστικά. Βλαστήμησε και έκρυψε το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι.

Την είδε από απόσταση. Σκέφτηκε να την πλησιάσει, αλλά τον πρόλαβε μια γριά, που της ζήτησε να την βοηθήσει ν’ ανέβει μια ανηφόρα. Εκείνη προθυμοποιήθηκε κι άρχισαν την ανάβαση. Άρχισε ν’ ανεβαίνει παράλληλα, ακολουθώντας τες με το βλέμμα. Ο δρόμος τους ήταν ομαλός, ο δικός του όλο χαλάσματα κι εμπόδια που έπρεπε να σκαρφαλώνει. Έφτασαν ταυτόχρονα στην κορυφή, όπου έχασκε ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος. Η γριούλα μπήκε μέσα, κι ο τάφος την άλλη στιγμή ήταν κλειστός. «Ίσως ήταν ήδη νεκρή, ίσως ήταν μόνο ένα φάντασμα», είπε απορημένο το κορίτσι. Ο τάφος ήταν τώρα κλεισμένος με ταφόπλακα, είχε χαραγμένα δυο ονόματα πάνω. Προσπάθησε να τα διαβάσει, δεν μπόρεσε. Αλλά ήξερε, ήξερε πως στον τάφο κοιμούνταν δυο άνθρωποι, που σαν πεθάνανε, τους έθαψαν μαζί.

Ξύπνησε απότομα, με το που τέλειωσε τ’ όνειρο.
Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή να καπνίσει – δεν είχε χαράξει ακόμα.


Μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Ένιωθε βαρύς και θλιμμένος. Πέρναγε τις ώρες κάνοντας μοναχικούς περιπάτους κι όταν καθόταν σπίτι, διόρθωνε γραπτά.
Τη Μεγάλη Παρασκευή σηκώθηκε κατά τις δέκα. Όλο το πρωί διόρθωνε. Αργά το απόγευμα βγήκε για μια βόλτα και τράβηξε τον πάνω δρόμο, έξω απ' την μικρή πολιτεία. Η άνοιξη κυριαρχούσε γύρω, παντού. Τόση ομορφιά! Κι αυτός, βυθισμένος πάντα στον εαυτό του, στις σκέψεις του, την πίκρα, τις ενοχές του. Ανίκανος να δει, ανίκανος να γευτεί.


Είδε ένα ξωκλήσι που άσπριζε στην πλαγιά˙ άκουσε την πένθιμη καμπάνα, ζύγωσε και μπήκε. Τέσσερα-πέντε γεροντάκια κάθονταν στα στασίδια, ένας υπέργηρος ιερέας θυμιάτιζε. Δεν προσκύνησε Σταυρό, ούτ’ Επιτάφιο. Στάθηκε σε μια γωνιά, έκατσε λίγο μετά σ’ ένα στασίδι και νανουρίστηκε από την μονότονη φωνή του αναγνώστη. Τον πήρε λίγο ο ύπνος, ώσπου τον ξύπνησαν τα λόγια: Δος μοι τούτον τον Ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω... Ξένος! Κι αυτός, ξένος δεν ήταν; Ξένος στην πολιτεία, ξένος στο σχολείο που δούλευε... Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπων του θανάτου το ξένον... Ξένος για τους «πνευματικούς» ανθρώπους της δουλειάς του - αφόρητα επιτηδευμένοι, εστέτ μέχρι αηδίας και νάρκισσοι, νάρκισσοι, νάρκισσοι, τους σιχάθηκε κι έφυγε, κι έτσι προτίμησε να διοριστεί στην επαρχία καθηγητής.... Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις οίδεν ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους… Ξένος για την οικογένειά του, ξένος για τους παλιούς του φίλους, ξένος στον έρωτα, ξένος τώρα για 'κείνη, ξένος για τις άλλες γυναίκες που τον αγάπησαν και δεν μπόρεσε να τους δώσει πίσω την αγάπη που πήρε, ούτε και να χορτάσει απ’ τη δικιά τους.... Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη... Ξένος για τους επιβλητικά μίζερους ανθρώπους της θρησκείας, που του γυρνούσαν τ' άντερα, ξένος για όλους, ξένος για όλα, ξένος και άγνωστος για τον ίδιο τον εαυτό του, που τον έβλεπε στον καθρέφτη κι απορούσε κι έφτυνε.
Σηκώθηκε κι ακολούθησε κι αυτός την μικρή πορεία των γερόντων, που περιέφεραν τον επιτάφιο γύρω απ’ τον μικρό και ταπεινό ναϊσκο.

Λίγο μετά έφυγε και περπάτησε για ώρα πολλή στην εξοχή, ώσπου νύχτωσε και φάνηκαν τ’ αστέρια. Γύρισε σπίτι αργά.

Σηκώθηκε νωρίς, να πάει στην Πρώτη Ανάσταση, όπως όταν ήταν παιδί, που τον έπαιρνε ο παππούς απ' το χέρι και πήγαιναν, και στην αρχή βαριόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος, αλλά κοιμότανε σαν πουλάκι 'κει μέσα, κι έπειτα μια γλύκα τον τύλιγε, μεταλάβαινε κι ανάσαινε πιο λεύτερα από πριν. Όλα τούτα πριν μεγαλώσει, πριν έρθουν οι σιωπηρές και οι ηχηρές μομφές των ανθρωπαρέσκων, πριν έρθει η σκοτεινιά τους κι η κομπορρημοσύνη τους κι η έχθρα τους για το κορμί, η υποκρισία κι οι μηχανορραφίες τους, και τον κάνουν να βλαστημήσει και να μην ξαναπατήσει σ' εκκλησιά.

Έφτασε κι έσπρωξε την πόρτα για να μπει. Παράξενο, έπρεπε ήδη να είχαν μπει στη λειτουργία, μα η εκκλησιά ήταν άδεια, δεν υπήρχε παπάς, ούτε άλλος κανείς, μόνο ο ήχος των διστακτικών βημάτων του στις πλάκες.
Βγήκε, και είδε με απορία πως είχε νυχτώσει. Περπάτησε άσκοπα και λίγο μετά βρέθηκε σε μια πλατεία, σκοτεινή, μεγάλη και βρόμικη, με πολλούς ανθρώπους να περιφέρονται, άλλοι να στέκουν μαζεμένοι γύρω από φωτιές, άλλοι να κοιτούν ικετευτικά, άλλοι ν' απαντούν στο απορημένο του βλέμμα με καχυποψία. Άκουσε φωνές απ' τα δεξιά, γύρισε κι είδε τρεις αγριωπούς άντρες να έχουν στριμώξει ένα γέρο στη γωνιά, κάποιος τον τράνταζε κρατώντας τον απ' τα πέτα, τρόμαξε, έκανε να τρέξει κατά 'κεί, κοκάλωσε, κατάπιε τις τύψεις για τη δειλία του κι έστριψε. Περιπλανήθηκε ώρα, ένας χοντρός νταβατζής τον ζύγωσε, του έδειξε την «πραμάτεια» του να διαλέξει, τα κορίτσια χαμογέλασαν ναζιάρικα, μα τα μάτια τους ήταν σαν της γάτας που τη στρίμωξαν στη γωνία. Έγνεψε «όχι» λυπημένα, είπε στις κοπελιές πως δεν ζητά τίποτα τέτοιο, έφυγε.
Και τότε είδε μπροστά του το νεκροταφείο, στο κέντρο της μεγάλης πλατείας. Πλησίασε απορημένος, κι είδε ανάμεσα στα μνήματα την Τράπεζα, και τον ιερέα να υψώνει το Ποτήριο, κι όλα φωτισμένα αχνά, σαν από φως αθέατων κεριών. «Ώστε εδώ είναι που τελείται η Λειτουργία!», αναφώνησε έκπληκτος και ξύπνησε.

Μεγάλο Σάββατο ανέβασε λίγο πυρετό κι έμεινε στο κρεβάτι, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, για ώρες πολλές. Είδε παράξενα όνειρα, δεν τα καλοθυμόταν μετά, και τρεις φορές ξύπνησε κλαίγοντας.

Η ανάπαυση του έκανε καλό, την άλλη μέρα ξύπνησε με πιο πολλή όρεξη κι αποδέχτηκε ευγενικά την πρόσκληση κάποιων συναδέλφων από το σχολείο, που τον σκέφτηκαν, μη φάει μόνος του, χρονιάρα μέρα, κι ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του. Περιέργως, ένιωθε πιο ήρεμος απ' όσο είχε να νιώσει εδώ και καιρό.


Στο τέλος εκείνης της σχολικής χρονιάς, έφυγε με μετάθεση γι' αλλού. Συγκινήθηκε σαν είδε πόσοι τον συμπαθούσαν, σε πόσους θα έλειπε και δεν το είχε ποτέ καταλάβει. Κι αυτό που τον τάραξε και τον εξέπληξε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν η έκδηλη συγκίνηση με την οποία τον αποχαιρέτησαν κάποιοι από τους μαθητές του – όχι εκείνοι που διάβαζαν, οι επιμελείς, «τα καλά παιδιά». Απεναντίας, εκείνα τα στουρνάρια που δεν ξέρανε «άλφα», κι οι ταραξίες, κι εκείνη η κοπελίτσα με τους χαλκάδες, που όλοι πουτανάκι την ανέβαζαν και πουτανάκι την κατέβαζαν, εκείνη που είχε γλώσσα χειρότερη από νταλικέρη – εκείνη που έσκυβε, κάνοντας δήθεν πως γράφει, πασχίζοντας να κρύψει τα βουρκωμένα της μάτια, όταν τα Χριστούγεννα τους είχε διδάξει τον «Έρωτα στα Χιόνια». Όλοι όσοι ήσαν και ένιωθαν «Ξένοι». Όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιο ήταν το καλό που είχε κάνει γι’ αυτά τα παιδιά, ένιωσε πως του χάριζαν ένα δώρο που δεν άξιζε. Ήταν τόσο χωμένος στον εαυτό του, που δεν μπορούσε να παρατηρήσει πόσο άσχημα τους φέρονταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοι – τουλάχιστον αυτός, αν μη τι άλλο, κι αν δεν τους είχε κάνει κανένα μεγάλο καλό, δεν τους έκανε ποτέ κανένα κακό.


Το πώς κύλησε η ζωή του από 'κει και μετά, κανείς δεν το ξέρει. Κάποιοι από τους μαθητές, που δεν τους έμελλε ποτέ να ξεφύγουν από την επαρχία και παρέμειναν στη μικρή πολιτεία όλη τη ζωή τους, αναρωτιούνταν καμμιά φορά τι απέγινε. Άλλος είπε πως μάλλον θα παραιτήθηκε, κι ένας τον είδε, λέει σ' ένα ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό. Κάποιος τρίτος είπε πως μάλλον θα καλογέρεψε, κι ένας που τον συνάντησε στην Αθήνα - ένα παράξενο και λιγομίλητο παιδί, που του είχε μεγάλη αδυναμία, και στενοχωριόταν πολύ όταν οι άλλοι μαθητές κορόιδευαν το «δάσκαλό του»- είπε πως του φάνηκε σαν να 'χε γεράσει και να 'χε ξανανιώσει ταυτόχρονα - αλλά σ’ αυτόν τον τελευταίο δεν έδωσε κανείς και πολλή σημασία, τον είχαν πάντα για κομμάτι αλαφροίσκιωτο.

Ποιος τον ξέρει, ίσως να βρήκε το δρόμο του, για 'κει που το γλυκύ, πράο νέι των ξεπεσμένων ντερβισάδων κρατά το ίσο στην ψαλμωδία των γερο-μπεκρήδων, των σαβανωμένων με χιόνι.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο "Φιλοξενείο" - ταριαστό, μια και ο ιστοχώρος που δημιούργησε η "Οίστρος" φτιάχτηκε ακριβώς για να δώσει στέγη και φωνή σ' όλους εμάς, τους (παρα)ξενους bloggers.
Αφιερωμένο από καρδίας στους λίγους πραγματικούς δασκάλους που ευτύχησα να συναντήσω στη μαθητική μου ζωή: Το Σταύρο, το Γιάννη και -κυρίως- το Δημήτρη.

10 Απρ 2007

Λαμπρή


Αντιγράφω από την "Εξοχική λαμπρή" του κυρ-Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

"...Αλλά ο πλέον ιδιόρρυθμος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπάρμπα-Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιός τακτικός, λησμονημένος από τας βαυαρικάς εποχάς εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα· πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια. Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε, φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμει Πάσχα εις τα Καλύβια, δια να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιας φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είναι, ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτόκαρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπάρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και «τσουπλακιές» ή «χαλκοδέρες». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτον υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπάρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε - να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τί έθιμα! Ο μπάρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το Χριστός Ανέστη, κατά ιδιάζοντα τρόπον, ως εξής:



Κ’στό - μπρε – Κ’στός ανέστη



εκ νεκρών θανάτων θάνατον μπατήσας



κι εντοις-εντοις μνήμασι



ζωήν, παμμακάριστε!


Και όμως, μεθ’ όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτέ έψαλλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το «άλαλα τα χείλη των ασεβών...» με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου τήν σεπτήν…»".



Και θυμήθηκα, εξ αφορμής του υπέροχου "εκ νεκρών θανάτων" του μπάρμπα-Κίτσου, τη διήγηση του μακαρίτη του παπα-Σίλα, θειού του πατέρα μου, πρεσβυτέρου εν Καρύστω Ευβοίας, περί μιας αγράμματης μοναχής, η απλοϊκότητα της οποίας την οδηγούσε στο να οραματίζεται και να αγγίζει την αποκατάσταση των πάντων, ψάλλουσα αντί "Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες", το έξοχο:

"Ανέστη Χριστός και πεντακόσιοι δαίμονες".

5 Απρ 2007

(...)


Στον παλιό κόσμο, πριν την εποχή της νεωτερικότητας, η Εκκλησία προσελάμβανε τον άνθρωπο και σύνολη τη ζωή του, με όλες τις δομές που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση και την πραγμάτωση της ζωής του εν τω κόσμω. Η θρησκευτική διάσταση της ζωής του ανθρώπου, μια ανάγκη σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική, εκαλείτο να «μπολιαστεί» σε έναν άλλο, Εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης – όπου είχε σκοπό να αυτοϋπερβαθεί.
Ο σύγχρονος άνθρωπος – σωστότερα, ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος – είναι, πρωτίστως, ψυχολογικός άνθρωπος. Έχει, σε μεγάλο βαθμό, υπερβεί την ανάγκη της παρηγοριάς που προσέφερε στον άνθρωπο των παλαιότερων ετών η θρησκεία. Κατακτά επώδυνα την ωριμότητά του και τη γνώση του εαυτού του μέσω των εμπειριών του και, συχνά, της βοήθειας που του παρέχει η ψυχολογία και η ψυχανάλυση.



Πάσχα. Ένας περιρρέων, γλυκερός κατά το πλείστον, συναισθηματισμός, σλόγκαν του τύπου «ο Χριστός σταυρώθηκε για ΣΕΝΑ» (ευτυχώς, λιγοστά πλέον), κηρύγματα που είναι άγνωστο αν αφορούν ακόμη κι αυτούς που τα εκφωνούν και χιλιοπαιγμένες θρησκευτικές υπερπαραγωγές στην τηλεόραση: Η κυρίαρχη εικόνα της Μεγάλης Εβδομάδας , όπως την έχουμε ζήσει όλοι.

(...)
Ένας αγνωστικιστής, δικαίως θα απορήσει: «Γιατί να έχει τόση σημασία η θυσία κάποιου, όταν μάλιστα αυτός πίστευε πως ούτως ή άλλως θα αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες; Και εάν ακόμη δεχτούμε τη θεότητα του Χριστού, γιατί η λεγόμενη «θυσία»του θα πρέπει να λέει κάτι σ’ εμάς σήμερα; Γιατί να μην υμνήσω τη θυσία χιλιάδων ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για τους άλλους, και μάλιστα χωρίς να προσδοκούν καμμία μεταθανάτια επιβράβευση ή επιβίωση;»
Και κυρίως, θα προσέθετα, για ποιο λόγο θα πρέπει να με αφορά;

Η όλη υπόθεση της Ενανθρώπησης, των Παθών και της Ανάστασης, ξεχωρισμένη από την Εκκλησία, νοούμενη σε πλαίσια ατομοκεντρικής θρησκευτικότητας ή «πνευματικότητας», αφορά ή έναν επιδειξιομανή Θεό, ή έναν άνθρωπο χαμένα στα είδωλα του φαντασιακού του.

(...)

Χωρίς την οντολογική διάσταση της ενανθρώπησης του Λόγου, μιας διάστασης που νοεί την αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο ως γεγονότα αφορώντα όχι μόνο στη διάθεση αλλά και στη φύση του ανθρώπου, ο λόγος περί της ενανθρωπήσεως παραμένει κενός νοήματος. Μια στείρα – και συχνά ψυχοβλαβής- νομικίστικη ηθικολογία.
Απογυμνώνοντας, από την άλλη, την υπόθεση του Χριστού από κάθε υπερβατική αναφορά, ξεχωρίζοντας -ως άνθρωποι γαλουχημένοι με τον ορθό λόγο και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού - την ευαγγελική διήγηση από τη μεταφυσική διάσταση της Ανάστασης, απομένουμε με μια αφύσικα σκληρή απαίτηση για μια ωριμότητα που πετυχαίνει το ακατόρθωτο: Να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς μας. Μια δυνατότητα που δεν είναι κατορθωτή με μόνες τις δυνάμεις που ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση.

(...)

Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι, πρωτίστως, εμπειρική: δεν προσφέρει βεβαιότητες, ούτε συνταγές «ηθικοποίησης» της ανθρώπινης συμπεριφοράς - άλλες παραδόσεις ή ιδεολογίες το καταφέρνουν αυτό σαφώς καλύτερα. Παρέχει μόνον «οδοδείκτες», τέτοιους ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν τον κάθε άνθρωπο – τον μοναδικό και ανεπανάληπτο, αγαπημένο απ’ αρχής από τον Θεό κατά τρόπο που υπερβαίνει οτιδήποτε είμαστε εις θέση να φανταστούμε, καθώς και όλους τους συναισθηματισμούς των ημερών- στην περιπέτεια της Σχέσης.

Και η σχέση λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, τόσο στην οριζόντια διάσταση της σχέσης με τους άλλους ανθρώπους, όσο και στην κατακόρυφη, της σχέσης όλων και καθενός προσωπικά με το Θεό.


Η καταγεγραμμένη εμπειρία της Εκκλησίας μάς υποψιάζει για ένα Θεό «μανικά ερωτευμένο» με το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, έναν Θεό που ενανθρώπησε προκειμένου να προσλάβει την ανθρώπινη φύση με όλη της την αδυναμία. Να καταστήσει το κτιστό κοινωνό του Ακτίστου. Εάν η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, ή μάλλον, στο βαθμό που γίνεται κατορθωτό για την Εκκλησία να κοινωνήσει της ζωντανής παρουσίας Του, τότε η υπόθεση της Σταύρωσης και της Ανάστασης μας αφορά πάντα.

Γιάννης Σάτος, "Σκέψεις πριν το Πάσχα" (αποσπάσματα από άρθρο στο περιοδικό "ΔΙΟΛΚΟΣ", Σύρος, 2004)

4 Απρ 2007

Περί κατανύξεως...

(...)
Σε μια θρησκευτική τελετουργία πηγαίνουμε για να εξευμενίσουμε το υπερβατικό, να προσευχηθούμε σ’ αυτό, να εξασφαλίσουμε με τη λατρεία μας ατομική αξιομισθία. Το εκκλησιαστικό γεγονός το συγκροτούμε ψάχνοντας έναν τρόπο χρήσης των υλικών πραγμάτων ικανό να ανταποκριθεί στο κάλλος και στη σοφία των υλικών δωρημάτων που συνιστούν και συντηρούν την ύπαρξή μας – τρόπο ικανό να ανταποκριθεί στον έρωτα «μανικού εραστή» και Νυμφίου. Στον τρόπο που φτιάχνεται ένα «στασίδι», στην τεχνοτροπία μιας εκκλησιαστικής εικόνας, στο καντήλι με το λάδι, στο αναμμένο κερί, σπουδάζουμε το πώς η ύλη του κόσμου μπορεί να γίνει αντιχάρισμα στην αγάπη που μας δωρίζεται με την υλική μας υπόσταση και τη συντήρησή της.
(...)
Ο δικός μας, σημερινός Χριστιανισμός δεν παράγει Τέχνη, δεν πλαστουργεί πολιτισμό, δηλαδή δεν δίνει σημάδια ζωής. Αντίθετα, μοιάζει ηδονικά συμβιβασμένος με έναν απαρόμοιαστο αισθητικό εκβαρβαρισμό, την αποθέωση του «κιτς». Και παράγει λόγια, φλυαρία καταιγιστική: Κηρύγματα, «ποιμαντικές» εγκυκλίους, ακατάσχετη έντυπη λογοδιάρροια, ραδιοφωνική προπαγάνδα – τρέφει τη διάνοια με ταχυπετή αναίδεια. Ναι, αναίδεια, γιατί ο σημερινός «χριστιανικός» λόγος πουλάει σιγουριά, ξέρει τα πάντα για το άγνωστο, το απερινόητο, το ακατάληπτο. Ξέρει λεπτομέρειες, έχει για όλα πληροφόρηση. Ετσι εξασφαλίζει και το κύρος για να πατρονάρει κάθε πρακτική πτυχή του ενθάδε βίου, να ποδηγετεί ανθρώπους που φοβούνται τη διακινδύνευση της σχέσης, την ευθύνη της ενηλικίωσης.

Χρήστου Γιανναρά, από την επιφυλλίδα του στην "Καθημερινή" της προηγούμενης Κυριακής

3 Απρ 2007

Μεγάλη Τρίτη

Σήμερον ο Χριστός παραγίνεται
εν τη οικία του Φαρισαίου
και γυνή αμαρτωλός προσελθούσα
τοις ποσίν εκυλινδούτο βοώσα:
Ίδε την βεβυθισμένην τη αμαρτία,
την απηλπισμένην δια τας πράξεις,
την μη βδελυχθείσαν παρά της σης αγαθότητος.
Και δος μοι Κύριε την άφεσιν των κακών
και σώσον με.

Αυτή η γυναίκα πέτυχε εκεί που οι άλλοι απέτυχαν: Απαλλαγμένη από οποιονδήποτε αυτοδικαιωτισμό τόλμησε και άλειψε τα πόδια του Χριστού με μύρα και δάκρυα, "προς το ενταφιάσαι". Δε φοβήθηκε να δει την κατάντια της κι έτσι είδε τον άλλον.
Όσο για μας... καθένας με τα αυτοείδωλά του και την οίησή του, για να χρησιμοποιήσω μια παλιά και ξεχασμένη ορολογία, ή άλλως τις νευρωτικές του άμυνες... Προσωπεία, όχι πρόσωπα. Μάσκες, με βλέμμα κενό, που κοιτούν και δεν βλέπουν.


Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου,
πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μοι δως.
Πνεύμα δε σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης,
υπομονής και αγάπης χάρισαί μοι τω σω δούλω.
Ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα
και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου, ότι ευλογητός ει, εις τους αιώνας των αιώνων.