Η καλύβα του Παππού: 2008

23 Δεκ 2008

Νενικήκαμεν

Λοιπόν, ο Πάππος αναγγέλει περιχαρής τη βράβευση της -γνωστής στους συχνάζοντες στο καλύβι- φωτογραφίας που βλέπετε παρακάτω, στο Ελληνικό σκέλος του διεθνούς διαγωνισμού φωτογραφίας του National Geographic.


Τσιμπήσαμε το τρίτο βραβείο- μια Sony ψηφιακή, όταν την παραλάβω θα σας πω περισσότερα.

Καλά Χριστούγεννα και να είστε όλοι καλά.

20 Δεκ 2008

Αυγουστίνος και Παναγιώτης, «παράπλευρες απώλειες»

Της Μαριλης Mαργωμενου

Ο Αυγουστίνος είναι 26 χρονών και ο Παναγιώτης 25. Δύο χρόνια πριν, ο Αυγουστίνος ήταν φοιτητής και ο Παναγιώτης αστυνομικός. Μέχρι που τον Αυγουστίνο τον ξυλοκόπησαν οι αστυνομικοί και από τότε ζει σε κατάσταση μόνιμου σοκ, και τον Παναγιώτη τον χτύπησαν με λοστούς οι αναρχικοί, κι απ’ τα χτυπήματα το μυαλό του δεν συνήλθε ποτέ.

Στις 17 Νοεμβρίου του 2006, ο Αυγουστίνος Δημητρίου ήταν μόλις ένα μήνα φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Βγήκε βόλτα στην πόλη, χωρίς καν να ξέρει πως εκείνο το βράδυ γινόταν διαδήλωση για το Πολυτεχνείο. Οι αστυνομικοί που τον ξάπλωσαν κάτω τον χτυπούσαν ανελέητα για είκοσι λεπτά. Οταν ο Αυγουστίνος κατέληξε αιμόφυρτος στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί δεν πήραν καν τους δικούς του τηλέφωνο. Με τα μάτια τυφλά απ’ το αίμα, το παιδί ψηλάφισε το κινητό που είχε κρύψει στα εσώρουχά του, κι έστειλε μήνυμα στον αδελφό του: «Σχισμένα χείλη και διαλυμένη μύτη. Δεν μπορώ. Βοήθεια».

Δύο χρόνια μετά, ο Αυγουστίνος δεν θέλει πια να σπουδάσει. Στην πραγματικότητα, δεν θέλει πια τίποτα. Ακόμη κι όταν λέει πως «είμαι ικανοποιημένος που καταδικάστηκαν οι αστυνομικοί», τα μάτια του είναι κενά. Η ιδέα πως θα βγει απ’ το σπίτι του στην Κύπρο τον τρομοκρατεί - οι φίλοι του παλεύουν μέρες για να τον πείσουν να βγει έξω για έναν καφέ. Κάθε εβδομάδα αδειάζει ένα κουτί ψυχοφάρμακα. Οποτε τα κόβει, ξαναβλέπει αυτούς που τον χτυπούσαν να είναι πάλι ζωντανοί μπροστά του. Τις νύχτες δεν κοιμάται. Με το που τον παίρνει ο ύπνος, βλέπει πάλι τους ίδιους άνδρες να τον κυνηγούν. Ο πατέρας του συνήθως μπαίνει στο δωμάτιο την ώρα που ο γιος του ουρλιάζει «Σώστε με! Βοήθεια!». Ολη μέρα, απλώς κάθεται στον καναπέ με τα μάτια να κοιτούν στον απέναντι τοίχο. Στους δικούς του λέει πως δεν αισθάνεται τίποτα, εκτός από βαθιές τύψεις που τους ανάγκασε να τον βλέπουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ο,τι θα αισθανόταν κι ο Παναγιώτης, αν οι σιδηρολοστοί είχαν κάνει μικρότερη ζημιά, και είχε συναίσθηση της κατάστασής του.

Στις 30 Ιουλίου του 2007, ο Παναγιώτης Τομαράς φορούσε τη στολή του και στεκόταν στο πάρκινγκ του γηπέδου μπέιζμπολ στο Ελληνικό. Πίσω του έπαιζε ακόμη η μουσική της συναυλίας, κι εκείνος φύλαγε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Μέχρι να τον κυκλώσουν τα παιδιά με τους σιδηρολοστούς δεν πρέπει να είχε ποτέ φανταστεί πως υπάρχει περίπτωση κάποιος να θέλει το κακό του. Δεν άγγιξε καν το περίστροφό του. Στην Εντατική του Ασκληπιείου, οι γιατροί τον κοιτούσαν κατάπληκτοι. «Πώς γίνεται», έλεγαν, «ένας άνθρωπος με τέτοια τραύματα να ζει;».

Απ’ όλα αυτά, ο Παναγιώτης δεν θυμάται τίποτα, ούτε καν πως ήταν αστυνομικός. Οταν μετά από μήνες κατάφερε ξανά να βαδίσει οι γονείς του σχεδόν δεν το πίστευαν που τον ξανάβλεπαν όρθιο. Κι έτσι τώρα, το μόνο που κάνει ευλαβικά κάθε πρωί, είναι να πηγαίνει στο περίπτερο πενήντα μέτρα απ’ το σπίτι του και ν’ αγοράζει στον πατέρα του εφημερίδα. Του φθάνει που ο πατέρας του χαίρεται όταν του τη φέρνει, και δεν τον πειράζει που ο ίδιος δεν μπορεί να τη διαβάσει. Γιατί όπως είπαν απ’ την αρχή στους δικούς του οι γιατροί, τα χτυπήματα έκαναν το μυαλό του Παναγιώτη να λειτουργεί σα μυαλό πεντάχρονου αγοριού.

Ο αστυνομικός κι ο φοιτητής, παράλληλες ζωές σε αντικριστές όχθες. Μερικές μέρες πριν, ο ειδικός φρουρός που σκότωσε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο έγραψε από λάθος στην αίτηση αποφυλάκισής του πως «ο Τομαράς Παναγιώτης μόλις προχθές “έσβησε”». Αν δεν το είχε κάνει, δεν θα ξανακούγαμε για τον Παναγιώτη. Ο πατέρας του, όταν τον πλησίασαν οι δημοσιογράφοι, είπε δύο φράσεις πριν τους γυρίσει την πλάτη: «Τώρα θέλετε να σας μιλήσω; Γι’ αυτό που έπαθε το παιδί μου τόσον καιρό αδιαφορήσατε». Ο πατέρας του Αυγουστίνου είπε στις κάμερες περίπου το ίδιο πράγμα, μόνο πιο απλά: «Τι να σας πω; Του δικού μου του παιδιού του σκότωσαν την ψυχή».

«Δεν πέθανες;»

Πέρα απ’ τα πέντε ευρώ ανά ημέρα φυλάκισης που θα πληρώσουν οι άνθρωποι που τσάκισαν τη ζωή του φοιτητή, πέρα απ’ το «μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι» των 30 τραμπούκων που τραυμάτισαν με σιδηρολοστούς το μυαλό του αστυνομικού, υπάρχει η πραγματικότητα που ζουν τώρα ο Αυγουστίνος και ο Παναγιώτης. Κι αν ο δεύτερος δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν, ο Αυγουστίνος τη ζει κάθε μέρα, ξανά και ξανά: «Ενας από αυτούς που με χτύπαγε να μου λέει “δεν πέθανες;”. Εγώ να είμαι διαλυμένος, σκοτωμένος εκεί, κι αυτός να μου λέει “δεν πέθαινες, να γλιτώναμε;”».

Από τη σημερινή "Καθημερινή".

15 Δεκ 2008

O Ποετάστρος διετύπωσε στην τελευταία του ανάρτηση σκέψεις λίγο-πολύ ταυτόσημες με τους δικούς μου προβληματισμούς για τα τελευταία γεγονότα. Δεν θα μπορούσα να τους εκφράσω καλύτερα.

Αντιγράφω, λοιπόν:

"(...) Θάνατος είναι ότι ο καθένας από μας σχηματίζει ένα αυτόνομο, περίκλειστο ολοκηρωτικό είναι. Δέκα εκατομμύρια ψυχές υψώνουν από ένα μπαϊράκι ατομικού ολοκληρωτισμού. (Ο ηθικός σου θάνατος η ζωή μου).
(...)
Πέρα από τη συζήτηση σχετικά με την υπερβολική ή όχι βία της αστυνομίας, την αδρεναλίνη των μαθητών που ανάβει ευκολότερα απ' το πετρέλαιο των μολότωφ, δίνοντας ώθηση στην πέτρα· πέρα απ' το γόρδιο δεσμό του δίκαιου ή του άδικου της κάθε πλευράς, με πιάνει πανικός στη σκέψη ότι επικροτώντας τη βία (είτε ως απότοκο ενός καταπιεσμένου δίκιου, είτε ως αυτοδικία) γαλουχουμε τους αυριανούς πολίτες, τους αυριανούς στυλοβάτες της κοινωνίας ταϊζοντάς τους το ξυνισμένο γάλα της βίαιης διεκδίκησης για την άμεση ικανοποίηση των απύθμενων απαιτήσεων του «Εγώ». Διαμορφώνουμε δυστυχισμένους ανθρώπους, ανίκανους να προσφέρουν ή ακόμα και να ζητήσουν, έτοιμους να ξεσηκωθούν και να αρπάξουν, στην παραμικρή αντίσταση που θα συναντήσουν.
Όμως τα σημαντικότερα πράγματα σε τούτο το βίο, όλα εκείνα που δίνουν χαρά και ευτυχία στη ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, η σχέση με τους ανθρώπους, τον κόσμο και τα πράγματα δεν είναι ποτέ προϊόν βίαιης διεκδίκησης. Τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή είναι πάντοτε προϊόν σχέσης, προσφοράς, ενίοτε θυσιαστικής διάθεσης, υποχώρησης έναντι της ευεργετικής παρουσίας του άλλου.
Οι άνθρωποι που δεν μαθαίνουν να υποχωρούν, να δημιουργούν πισοπατώντας λίγο χώρο για τον άλλο, καταλήγουν ανίκανοι να αγαπήσουν και να σχετιστούν. Καταλήγουν δυστυχείς και μόνοι. Η ζωή ή είναι μια διαρκής δεξίωση κάποιου άλλου ή ένα κενό που αδυνατούν να παραγεμίσουν όλα τα υλικά αγαθά του κόσμου.
Θάνατος είναι να μεγαλώνεις συνειδητά ανθρώπους ανίκανους να αγαπήσουν και να δωθούν. Ανθρώπους κουρδισμένους μόνο να αρπάζουν ό,τι η ζωή τους «οφείλει»".

Όλη η ανάρτηση, εδώ.

14 Δεκ 2008

Στα Φωτογραφικά τετράδια έχω ανεβάσει κάποιες φωτογραφίες από το Βερολίνο- καμμία σχέση με τις εκεί κινητοποιήσεις, είχαμε ήδη γυρίσει όταν άρχισαν. Επιστρέψαμε Κυριακή επτά του μήνα, το βράδυ, σε μια Αθήνα που έβραζε.

11 Δεκ 2008

Το κατά Κούγιαν

«Δυστυχώς ο Θεός επέφερε αυτό το αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η σφαίρα εξοστρακίστηκε».

Τάδε έφη Κούγιας.


Αυτό δεν είναι ηλιθιότητα. Είναι κτηνωδέστατος κυνισμός.

Τα σχόλια δικά σας, ούτε να θυμώσω δεν μπορώ.

9 Δεκ 2008

-Ένα παλληκαράκι, νεκρό από σφαίρα Αστυνομικού. "Ένας νεκρός στην αγκαλιά, αδύνατον να τον αναστήσεις, ή να τον φορτωθείς", καθώς έλεγε ο Διονύσης τριάντα-τόσα χρόνια πριν.

Κι ο τραγικός θάνατος είναι η θρυαλλίδα για το ξέσπασμα που ζούμε, ξέσπασμα που σαν από θαύμα δεν έχει οδηγήσει σε περισσότερους νεκρούς.

-Ξέσπασμα, με πρωταγωνιστές παιδάκια, άλλες τραγικές φιγούρες κι αυτά: Μεγαλωμένα με στέρηση ουσιαστικής παρουσίας τα πιο πολλά, αλλά με πληθώρα υλικών αγαθών, μαθημένα σε μια κουλτούρα "αγώνων" στους οποίους όλα επιτρέπονται, anything goes. Τρομαγμένα, ανασφαλή, με συχνά δικαιολογημένη οργή, υγιές δυναμικό, αλλά και καλομαθημένα, ευνουχισμένα, δίχως όρια, με μόνο πρότυπο αυτό του "αντιεξουσιαστή" που τα βάζει με την Αρχή- συχνά, την όποια Αρχή.
Κι οι ντεμέκ αριστεροί πολιτικάντηδές μας, ανίκανοι -κι ολότελα απρόθυμοι- να δείξουν κάποιον άλλο δρόμο σ' αυτά τα παιδιά, μια και υπολογίζουν μόνο στην ψήφο τους- σαν πραματευτήδες, μόνο κολακεύουν τον υποψήφιο "πελάτη", λέγοντας πως ό,τι κι αν κάνει είναι καλώς καμωμένο, ίσα για να ψωνίσει το εμπόρευμά τους. Μοιάζουν να είναι οι μόνο ιπου ενδιαφέρονται για τα παιδιά, αλλά στην πραγματικότητα τα εκμεταλλεύονται κυνικότατα.

-Αφελώς αναρωτιέμαι: Πόσο διαφέρει το μηδενιστικό ξέσπασμα της τυφλής βίας, από τον ένστολο που τραβά πιστόλι για να υπερασπιστεί τον... ανδρισμό του, ή την τιμή της μανούλας του; Κι αν υπάρχει διαφορά στα κίνητρα, όταν το μέσο είναι το ίδιο -η βία- γιατί να περιμένουμε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα;

-Απλουστευτικό, καταπραϋντικό βαθύτερων φόβων μας και λαϊκίστικο άλλοθι για πάσα χρήση: να δαιμονοποιείται αυτός που διαπράττει το Κακό, ένστολος ή όχι.

Μα όσο πιο βαθύ το εσώτερο κενό, τόσο πιο εύθραυστος και τραγικός είσαι, τόσο πιο εύκολα κλονίζεσαι. Ακόμη κι από έναν ψευτοτσαμπουκά πιτσιρικάδων.
Κι όσο πιο ταλαίπωρος είσαι, τόσο πιο εύκολα τραβάς όπλο.

Μακάριοι όσοι βλέπουν τον κόσμο σε ασπρόμαυρο. Μακάριοι όσοι μπορούν να αποκλείουν ενδεχόμενα. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρω καλά, και κάθε μέρα διαπιστώνω, πως θα μπορούσα -όχι πολύ δύσκολα- να βρεθώ κι από τις δυο πλευρές του περιστρόφου.

Μα συνεχίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από ασπρόμαυρα γυαλιά, έρμαιοι των δογματισμών μας, των ψυχολογικών μας άλλοθι, των ιδεοληψιών μας. Κι είναι μ' αυτόν τον τρόπο, που προετοιμάζουμε τους επόμενους θανάτους.

Όμως όλοι οι νεκροί διαλύονται και σαπίζουν στο χώμα το ίδιο. Οι νεκροί δεν έχουνε χρώμα, στολή ή ιδιότητα άλλη, πέραν μιας: Αυτής του νεκρού.

UPDATE:

Λέω παραπάνω διάφορα ψύχραιμα κατά της βίας, κλπ. Και δεν είμαι ο μόνος: Η φίλη Stassa έγραψε νωρίτερα σήμερα ένα από τα καλύτερα κείμενα που διάβασα αυτές τις μέρες- αντιγράφω:

"
Δεν έχω τίτλους...

Το ξαναλέω μ' άλλα λόγια, αυτό που είπα και σ' αυτό το σχόλιο- αυτό που σκέφτομαι αυτές τις μέρες. Γιατί έγινε της πουτάνας μετά που σκοτώσανε τον πιτσιρικά; Ήταν αφορμή, λέει, αυτό, για να ξεσπάσει η κρυμμένη οργή που σιγόκαιγε τόσον καιρό.

Πόσον καιρό; Ένα χρόνο; Πέρσι το καλοκαίρι κάηκε όλη η Ελλάδα, και πεθάναν τόσοι άνθρωποι. Γιατί δεν ξεχείλισε τότε η οργή; Και γιατί δεν έγινε της πουτάνας όταν την πέφτανε οι χρυσαυγίσκοι στους Πακιστανούς, ή οι μπάτσοι στους Κούρδους και τους Αφγανούς στην Πάτρα; Τη χώρα την κυβερνάνε σόγια, ένας Καραμανλής κι ένας Παπανδρέου, και πού είναι οι δημοκρατικοί πολίτες να τα κάνουνε λαμπόγυαλο, η γενιά του 114 και του Πολυτεχνείου που βγάζανε σπυριά στην ιδέα της ολιγαρχίας; Με τί ιδανικά μεγαλώσανε τα παιδιά τους- τί τα μάθανε, να γκρινιάζουνε τη μια χρονιά γιατί παίρνουνε μόνο 600 ευρώ και την επόμενη γιατί παίρνουνε μόνο 700; Αυτό είναι το όραμα της νεολαίας, ένας καλός μισθός; Τα σπάμε γιατί μετράμε τα πάντα με τα φράγκα, και κάποιος πρέπει να πληρώσει που δεν έχουμε αρκετά;

Το 85, δολοφονήθηκε ο Καλτεζάς και για βδομάδες μετά επικρατούσε το χάος, καήκαν πάλι τα πάντα, όπως σήμερα. Από τότε, γίνανε μπάχαλα πολλά κι οι μπάτσοι σκοτώσαν άλλους τόσους- και προχτές ξαναγίναν τα ίδια, άλλος ένας δεκαπεντάχρονος νεκρός, με τον ίδιο τρόπο, από το ίδιο χέρι. Τα μπάχαλα δεν αλλάξανε τίποτα, δεν καταφέραν να σώσουν κανέναν αθώο από κανέναν άδικο θάνατο.

Η βία φέρνει μόνο τη βία- σπέρνουμε φόνους και θερίζουμε μπάχαλα, σπέρνουμε μπάχαλα και θερίζουμε φόνους. Τα σπάμε, τα καίμε κι η οργή μας εκτονώνεται. Και δεν καταλήγει ποτέ πουθενά παρά μόνο σε περισσότερο αίμα και περισσότερη βία.

Η βία είναι η εύκολη λύση. Μόνο που δεν είναι λύση. Είναι το πρόβλημα. Είναι η αρρώστια που μας τρώει. Κι εμείς την αγκαλιάζουμε με πάθος. "

Και μετά.... λοιπόν, αντιγράφω από Stassa και πάλι:

"Στο γραπτό υπόμνημα του ενός κατηγορούμενου αναφέρονται τα ακόλουθα: «Δεχτήκαμε επίθεση από αναρχικούς και πυροβολήσαμε τρεις φορές. Όπως έχουμε πληροφορηθεί οι νέοι αυτοί κατοικούν σε περιοχές των βορείων προαστίων αλλά συχνάζουνη στα Εξάρχεια και στα γήπεδα, όπου προκαλούν επεισόδια, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με την ηλικία τους. Μάλιστα, ο θανών είχε αποβληθεί από τη Σχολή Μωραΐτη και άλλαζε συχνά σχολεία εξαιτίας αυτής της απρεπούς συμπεριφοράς του».

Η Σχολή Μωραϊτη διαψεύδει:

"Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος φοίτησε στη Σχολή Μωραΐτη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού ως τη Γ’ Γυμνασίου. Μετά την κανονική αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, η μητέρα του, με την οποία το Σχολείο είχε πάντα άριστη συνεργασία, αποφάσισε, όπως συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις, να τον εγγράψει σε άλλο Λύκειο χωρίς καμία επέμβαση της Σχολής. Σε όλο το διάστημα της φοίτησής του ο Αλέξανδρος είχε λαμπρές σχέσεις με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο διδακτικό προσωπικό, είχε πολύ καλή συμπεριφορά και η διαγωγή χαρακτηριζόταν (και ήταν) πάντα κοσμιότατη."

Έχει κι άλλο:"Όλα είναι, δυστυχώς, μια παρεξήγηση" είπε ο αξιότιμος κ. Κούγιας.

Δηλαδή, ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος μπήκε στο χώμα από παρεξήγηση; Μήπως να του το εξηγήσουμε, μπας και αναστηθεί, και μας βγάλει όλους από τη δύσκολη θέση;

Δε γαμιέστε, ρε, ν' ασπρίσετε;

Μετά από τόση απροκάλυπτη χυδαιότητα, άντε να πείσεις τους πιτσιρικάδες πως δεν κυριαρχούν μόνο οι Κούγιες και οι Κορκονέοι σ' αυτόν τον τόπο. Άντε εσύ να τους πείσεις να μην τα κάνουν όλα λαμπόγυαλο από τώρα και για έξι μήνες σερί.

29 Νοε 2008

George Harrison R.I.P.

25 Φεβρουαρίου 1943 – 29 Νοεμβρίου 2001











Ωραίο ντουέτο στο "If not for you" του κ. Robert Zimmerman



Καλή αντάμωση....

21 Νοε 2008

13 Νοε 2008

Lacrimosa, από το Requiem του W.A.Mozart



Αφιερωμένο στον Αλέξη, που τ' αγαπά πολύ κάτι τέτοια.

Κόλλησα! Θέλω να τ' ακούω συνέχεια.

5 Νοε 2008


Για Εβραιοπούλα δεν έμοιαζε, μάλλον ήτανε Γερμανίδα. Ποιος ξέρει, ίσως να έπιανε τη βαριά ατμόσφαιρα στον αγέρα, μια και τόπος εκεί φωνάζει για φρίκη και θάνατο. Ή ίσως να είχε διδαχτεί τα γενόμενα, δεν ήταν και τόσο μικρή.



Σιγά - σιγά, σκαρφάλωσε, δειλά στην αρχή, πιο θαρρετά με την ώρα.
Ίσως ήθελε να ξορκίσει τις σκιές των αδιόρατων ενοχών, που τις έβλεπε στων γονιών της τα μάτια, ίσως απλά να βαριόταν.


Όπως και νά 'χει, προτού ο χοντρός φύλακας έρθει ασθμαίνοντας κι αρχίσει να βρυχάται "Verboten!" τούτο, "Verboten!" τ' άλλο, η μικρή ξανθόμαλλη κόρη πρόλαβε κι έπαιξε με τα σύμβολα του Χαμού και περιγέλασε, συγγνωστά ή όχι, το Θάνατο.

Τις φωτογραφίες έβγαλα τον Ιούλιο του 2007 στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος, κοντά στην Potsdamer Platz του Βερολίνου.

1 Νοε 2008

"Η Γιορτή", Μπάμπη Πυλαρινού


Κρατώντας ένα ολότελα δικό του, απρόσιτο στους άλλους, εσώτερο ρυθμό,
τανύζει τα μακριά μέλη του και πάλι συστρέφεται,
σκύβει και πετιέται πάλι κατά πάνω με μάτια μισόκλειστα,
αναπέμποντας βραχνά την παράδοξη, αγαπημένη προσευχή:

Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια-
κι όμως Εσύ δεν μας ακούς....


Την άλλη μέρα στο εργαστήρι πιάνει και ιστορεί με πάθος παράξενες γιορτές, αναστάσιμες, πανηγύρια στον Άη-Λύπιο και πλανητικά πάρτυ, όπου οι πανηγυριστές προσέρχονται μ' αεροπλάνα και βαπόρια καμωμένα από φρούτα κι άλλα απροσδόκητα, ενώ τα σεμνά, καλογερίστικα κυπαρίσσια νεύουν και υποδέχονται, υπό τα φωτεινά βλέμματα μιας δροσερής Σελήνης κι ενός έφηβου Ήλιου.

Το πανηγύρι του Άγιου Λύπιου στη Ζάκυνθο την Κυριακή του Θωμά.
Ακρυλικό σε καμβά


Κι από ένα πιάνο, μυσοβυθισμένο στη θάλασσα, πετιούνται μουσικές ολόφωτες και μας παίρνουν για πέρα.

"Σηκώθηκα ανήσυχος χαράματα, κατέβηκα στη θάλασσα. Όσοι τα τελευταία χρόνια είχαν εξοριστεί από τους παραθεριστές, ήταν όλοι εκεί και γιόρταζαν ότι τους έχει χαριστεί απ’ τους αιώνες και είχαν στερηθεί τα τελευταία χρόνια".



"Την πρώτη βδομάδα του Σεπτέμβρη, την πανσέληνο νύχτα που την έκλεψε απ’ τον Αύγουστο, συναντηθήκαμε κρυφά στον Άγιο Λύπιο... για να πετάξουμε αετό . Την τρέλα της παρέας ακολούθησε και ο Τσίφτης, ο σκύλος του Σκούληκα. Από παλιά το μέρος εκείνο ήτανε τόπος μεταφυσικός για μας."


Καθώς λέει κι ο ίδιος:

"...Δεν είναι "η Γιορτή" η ζωή ενός χαζοχαρούμενου, αλλά ενός ανθρώπου που ζει και διαπιστώνει ότι κάθε στιγμή και καθετί είναι δώρο που του χαρίζεται".

Μέχρι τις 15 τρέχοντος, στο χώρο των εκδόσεων "Περίπλους", Ζαϊμη 31, κοντά στο Μουσείο.

31 Οκτ 2008

"(...)Την νύκτα εκείνην, περί ώραν ενδεκάτην, όταν επέστρεψεν ο καλόγηρος εις το κελλίον του, ήρχισε να πλύνει το στόμα με άφθονον νερόν. Ησθάνετο αλλόκοτόν τινα εντύπωσιν, ως γεύσιν και οσμήν χώματος, εις τους ρώθωνας και εις τα χείλη. Παράδοξον! Αληθεύει λοιπόν, η Γένεσις του Μωυσέως λέγουσα: «και έπλασε Κύριος ο Θεός τον άνθρωπον χουν λαβών από της γης, και ενεφύσησεν εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής, και εγένετο ο άνθρωπος εις ψυχήν ζώσαν»; Και η γεύσις άρα και η οσμή της ανθρωπίνης σαρκός είναι ακόμη γεύσις και οσμή χώματος; (...)"

Από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη "Ο Καλόγερος".

To ταινιάκι το σκάρωσα έχοντας κατά νου αυτό που θ' ακούσετε αν πατήσετε το "play", και το οποίο μοίραζε ο Χοιροβοσκός την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τότε που ακούγεται στις εκκλησιές.

18 Οκτ 2008

Με πολύ κόπο τα ξεχώσαμε πέρυσι, τέτοιον καιρό, από τη Μονεμβασιά.

Τα άνθη τα έφαγαν τα σαλιγκάρια. Έμεινε μόνο το φυτό, αλλά με τον καιρό κι αυτό ξεράθηκε.

Φοβόμουν πως δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά τα όμορφα άνθη να κοσμούν την αυλή μου.

Μα μόλις μπήκε το φθινόπωρο για τα καλά, οι βολβοί ξύπνησαν.



Πολλή χαρά μού 'δωσαν τα ταπεινά λουλουδάκια.


Ελπίζω να μην αντιμετωπίσω πάλι τα σαλιγκάρια, ή τέτοιου είδους προβλήματα:

14 Οκτ 2008

This is the Life - Amy McDonald

To έχει το κατιτίς του αυτό το ασμάτιον....


25 Σεπ 2008

“Το όλο θέμα έχει προκαλέσει την αντίδραση της Εκκλησίας. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, κατά τη χθεσινή συνεδρίασή της, ζήτησε να συνεχίσει να εφαρμόζεται η εγκύκλιος του 2006 που προέβλεπε την απαλλαγή από τα Θρησκευτικά εφόσον δηλωνόταν η αιτιολογία. «Το μάθημα των Θρησκευτικών είναι για τον Ελληνα Ορθόδοξο μαθητή υποχρεωτικό, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ισχύοντος Συντάγματος και διδάσκεται σε όλες τις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα επίσημα υποχρεωτικά αναλυτικά προγράμματα που έχουν καθορισθεί από το υπ. Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων» σημειώνεται σε ανακοινωθέν της Συνόδου. Η απόφαση του υπουργείου προκάλεσε και την αντίδραση της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Σε επιστολή του προς τον υπ. Παιδείας ο κοσμήτορας της Σχολής, καθηγητής κ. Ιω. Κογκούλης, αναφέρει: «Το υπουργείο σας με την εγκύκλιο αυτή ενισχύει την προσπάθεια όλων εκείνων που επιδιώκουν να παραγνωρίζονται, να αποσιωπούνται ή να διαστρεβλώνονται οι θυσίες και η προσφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο γένος, ενώ παράλληλα στο πλαίσιο της ιδεολογικής υποδούλωσης και μετάλλαξης της πατρίδος μας και στο όνομα του “εξευρωπαϊσμού” μας, επιχειρούν να επηρεάσουν τη σκέψη και τη συνείδηση των παιδιών μας», επισημαίνει.”

(Καθημερινή, 28/08/08).

Τις τελευταίες ημέρες διαβάζω τις πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις στο συνέδριο με θέμα «Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα» που πραγματοποιήθηκε το χειμώνα 2001- 2002 στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιερής Μητρόπολης Δημητριάδος και το συνοδευτικό τόμο «Ορθοδοξία και νεωτερικότητα – προλεγόμενα» του Παντελή Καλαϊτζίδη. Αντιγράφω, αντί άλλου σχολίου, από το τελευταίο:

«(...) ο προνεωτερικός "χριστιανικός" κόσμος, που τόσο εξυμνήθηκε και εξιδανικεύτηκε από τις Εκκλησίες, τη θεολογία ή και την philosophia perennis, δεν είναι παρά μια φάση και ένα σχήμα (ενδεχομένως όχι και το καλύτερο) στην ατέλεστη και διαρκώς εμπλουτιζόμενη σχέση κόσμου και Εκκλησίας, πολιτισμού και χριστιανισμού, και σε καμμία περίπτωση η μοναδική ή οριστική δυνατότητα. Γι' αυτό και αποστολή και πρωταρχική μέριμνα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι η πάση θυσία διαφύλαξη του προνεωτερικού ή πραδοσιακού μοντέλου της κοινωνίας, ή η χιμαιρική καθήλωση στο σχήμα της κωνσταντίνειας περιόδου, αλλά ο ευαγγελισμός και η σωτηρία του κόσμου, η εσχατολογική διάνοιξη και μεταμόρφωση της Ιστορίας. Πολύ περισσότερο όμως δεν μπορεί να αποτελεί ποιμαντική πρόταση της Εκκλησίας προς τον σύγχρονο κόσμο η δήθεν «αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση» και οι αθεολόγητες κορώνες για την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας και συνέχειας ή η ιεροποίηση της έννοιας του «τόπου» και του «θεοφόρου ελληνικού λαού», που μας γυρνάνε στον προ Χριστού ιουδαϊκό εθνικισμό και φυλετισμό, καθώς και στις ξεπερασμένες από τη θεολογία και την πράξη της αρχέγονης Εκκλησίας αντιλήψεις περί «περιούσιου λαού του Θεού. Γιατί όπως μας θυμίζει και το κείμενο του π. Alexander Scmemann (…) “μετά τον Χριστό, και ιδίως στην προοπτική της εσχατολογικής αναμονής, δεν υπάρχουν ούτε «άγιοι τόποι» ούτε «ιερές γεωγραφίες», καθώς «η ίδια η Εκκλησία ήτανε η νέα και ουράνια Ιερουσαλήμ. Η Εκκλησία στην Ιερουσαλήμ ήτανε αντίθετα δίχως σημασία. Το γεγονός πως ο Χριστός έρχεται και είναι παρών είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία από τα μέρη που Εκείνος βρέθηκε”».

20 Σεπ 2008

Richard (Rick) Wright 1943-2008





Δυο από τις πιο χαρακτηριστικές συνθέσεις του για το Dark Side of the Moon.

Καλό ταξίδι...

8 Σεπ 2008

Erbarme dich, mein Gott

Erbarme dich, mein Gott,
um meiner Zähren willen!
Schaue hier, Herz und Auge
weint vor dir bitterlich.
Erbarme dich, mein Gott.




Ίλεως γενού, Κύριε,

Χάριν των δακρύων μου!

Ιδέ, ενώπιόν Σου,

Καρδία και οφθαλμοί θρηνούν πικρώς.

Ίλεως γενού μοι, Κύριε.




Ίσως το αγαπημένο μου μουσικό κομμάτι, η άρια "Erbarme Dich" από τα 'Κατά Ματθαίον Πάθη" του Μπαχ. Έκλεψα την ιδέα από τον Αλέξη.

26 Αυγ 2008

Ανάρτηση αδικαιολόγητα καθυστερημένη









Leonard Cohen, Terravibe, 30 Ιουλίου.


Ο κύριος Cohen, στην πένα, με το καπέλο στο κεφάλι, να τραγουδά με την μπάσα, σπηλαιώδη φωνή όλα εκείνα που περιμέναμε: First we take Manhattan, Hallelujah, Anthem, Marianne, Like a bird on a wire, Everybody Knows, The future και άλλα πολλά.

Έκλεισε, μετά από κραυγές του κόσμου που το ζήταγε επίμονα, με το Famous Blue raincoat.


Μαγική νύχτα. Και στιγμές-στιγμές, όταν άστραφταν κάποιοι στίχοι που θα μπορούσαν να έχουν γραφεί από κάποιον μυστικό, ένιωθα σαν να ήμουν σε εκκλησία. (*)


“…ring the bells that still can ring,

Forget your perfect offering,

There is a crack,

A crack in everything

-that’s how the light gets in”.



Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που μπόρεσα και «συνάντησα» έτσι τον κ. Κοέν. Και τον ευχαριστώ.


(Οι φωτογραφίες αλιεύθηκαν στον Ιστό, όπως και το βιντεάκι).




(*) «Ε, άμα έχεις και την προδιάθεση….», σχολίασε μια φίλη. Το αντιπαρήλθα αξιοπρεπώς…

8 Αυγ 2008

Θυμάμαι ακόμα ονόματα και φάτσες. Ίσως κάποια από αυτά τα καλόπαιδα σήμερα να κάνουν καριέρα ως μπράβοι.

Το σπορ τους ήταν να σκοτώνουν με στυλιάρια τις νύχτες τις γάτες του στρατοπέδου. Και να ασκούν τρομοκρατία στους καινούριους φαντάρους -τους "νέους". Ένα παληκαράκι, εμφανώς μειωμένης αντίληψης, υποχρεώθηκε να κάνει στριπτήζ στο θάλαμο. Εγώ στάθηκα πιο τυχερός: υποχρεώθηκα μόνο να πω την προσευχή.

Απ’ ό,τι λέγαν οι παλιότεροι, όλα ετούτα συνέβαιναν με την ανοχή της Διοίκησης του στρατοπέδου, για να τυγχάνει -η Διοίκηση- διευκολύνσεων στα μαγαζιά που διηύθυναν οι γονείς των εν λόγω βλαστών. Δεν ξέρω αν ήταν όντως έτσι, αλλά δεν θα με παραξένευε. Καθόλου.

Τα παρακολουθούσα όλα βράζοντας, μισώντας τους –πρώτη φορά μίσησα έτσι ανθρώπους-, πολύ μόνος για ν’ αντιδράσω.

Δεν έλειπαν και οι εξαιρέσεις, αλλά ήταν μόνο αυτό: εξαιρέσεις.


Τι να έφταιξε; Ίσως τα πολλά λεφτά που πέσαν στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες; Ο εύκολος πλουτισμός, ο τουρισμός των κλαμπ και η συνεπαγόμενη υποκουλτούρα της νύχτας; Δεν μπορώ να ξέρω.

Πάντως, πολλές μονάδες γύρισα στη θητεία μου, αλλά τόσους ανθρώπους, πραγματικά διεστραμμένους, πραγματικά σάπιους, μόνο εκεί συνάντησα.


Δεν έχω σκοπό να προσβάλλω το νησί και τους κατοίκους του. Πρώτοι οι ίδιοι οι Μυκονιάτες είναι που υφίστανται τη συνύπαρξη όλο αυτό το συρφετό. Κι ήταν χαρακτηριστική η συγκέντρωση διαμαρτυρίας της προηγούμενης Κυριακής, παρά το ότι αρκετοί δεν παρέστησαν, από φόβο. Διαβάζουμε στην "Καθημερινή":

«….Δεν ήταν καθόλου τυχαία η αθρόα συμμετοχή των Μυκονιατών το βράδυ της Κυριακής, στην πλατεία Μαντώς Μαυρογένους σε μια βουβή διαμαρτυρία για τα όσα τόσα χρόνια λαμβάνουν χώρα στο νησί τους, γι’ αυτά που «έβλεπαν» να αμαυρώνουν την εικόνα του, αλλά ίσως ποτέ δεν πίστευαν ότι θα έφταναν να κοστίσουν τη ζωή ενός αθώου ανθρώπου. Περισσότεροι από 600 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία και η σιωπή τους ήταν εκκωφαντική. Οι ντόπιοι δεν θυμούνται περισσότερο συγκλονιστική στιγμή από τον αυθόρμητο σχηματισμό ανθρώπινης αλυσίδας που το σούρουπο «αγκάλιασε» το Γιαλό της Μυκόνου.

Θα ήταν όλο το νησί. Ο φόβος όμως κράτησε πολλούς μακριά. «Ποιος θέλει να εμφανιστεί, να μιλήσει και να βρεθεί μετά σε κανένα χαντάκι;» λέει χαρακτηριστικά στην «Κ» ο Μυκονιάτης συγγραφέας Δημήτρης Ρουσουνέλος. «Η συμμετοχή όμως ήταν μεγάλη. Ηταν αναμενόμενο. Μέσα μας βράζαμε, ήταν ένα θέμα που συζητιόταν συνεχώς, δεν μας άφηνε να ησυχάσουμε. Το πρόσωπο αυτού του παιδιού που καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο του πατέρα του μας συγκλόνισε. Ισως με μια γκαζιά παραπάνω, το παιδί να γλίτωνε, αλλά αυτό δεν έχει πια σημασία. Φτάσαμε στο ώς εδώ και μη παρέκει. Κι αυτό φάνηκε την Κυριακή. Ποιος ξέρει, ίσως όλο αυτό να αποτέλεσε τη θρυαλλίδα που θα αλλάξει τα πράγματα. Θα το δούμε στην πορεία...» »

(http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_2_05/08/2008_280161)

Δείτε κι εδώ, τον καημό των ντόπιων.

Μακάρι κάτι να γίνει. Γιατί το διακύβευμα είναι μεγαλύτερο από το καλό όνομα της χώρας μας στα ταξιδιωτικά γραφεία του εξωτερικού. Πολύ μεγαλύτερο.

2 Αυγ 2008

Jüdisches Museum, Berlin

Αεροφωτογραφία του Ιουδαϊκού Μουσείου του Βερολίνου (παρμένη απ' το δίκτυο).

Μας εντυπωσίασε, στην πρόσφατη επίσκεψή μας στο Βερολίνο, το Ιουδαϊκό Μουσείο. Αποτελεί ένα ευφυές δημιούργημα τς μοντέρνας αρχιτεκτονικής, έργο του Daniel Libeskind. Tο σχήμα παραπέμπει, λένε, σε ανοιγμένο, στρεβλωμένο Άστρο του Δαυίδ.

Με την ιδιοφυή χρήση πολύ λιτών μέσων, επιτυγχάνει να γεννήσει συγκίνηση. Και δέος.


Φωτογραφία από τον "Κήπο της εξορίας". Το κεκλιμένο δάπεδο προκαλεί ένα αίσθημα ανάλογο με αυτό ενός εξόριστου, που αγωνίζεται να ριζώσει σ' έναν ξένο τόπο. 49 στήλες, στις κορυφές των οποίων φυτρώνει κάποιο είδος ελιάς, σχηματίζουν λαβύρινθο.



Στο εσωτερικό συναντώνται οι τρεις άξονες, της Εξορίας, του Ολοκαυτώματος και της Συνέχειας.



Οι παραπάνω δύο φωτογραφίες είναι από τον Πύργο του Ολοκαυτώματος, ένα γυμνό τσιμεντένιο πύργο, ύψους 24 μέτρων, χωρίς θέρμανση και με μόνο φωτισμό το λιγοστό φως που μπαίνει από μια σχισμή. Ανατριχιαστικό.




Στις παραπάνω τρεις φωτογραφίες: Το έργο "Πεσμένα Φύλλα" του Menashe Kadishman, αφιερωμένο σε όλα τα θύματα των Ναζί. Τα μεταλλικά, κραυγάζοντα πρόσωπα είναι 10.000.


Περισσότερες φωτογραφίες θα αναρτήσω στα Φωτογραφικά Τετράδια.

1 Ιουλ 2008

Καλοκαίριασε

Ψαρεμένο στο You Tube:


24 Ιουν 2008


Ως παιδί, υπήρξα φανατικός πολέμιος μιας συνήθειας του πατέρα μου- του καπνίσματος. Δεν κατάφερα και πολλά.

Ως έφηβος, είχα τη φρόνηση να μη θέλω να δοκιμάσω, φοβούμενος ότι θα κολλούσα - αλλά όχι και τη σοφία ν' ακολουθήσω αυτή μου τη διαίσθηση μέχρι τέλους.

Δοκίμασα τσιγάρο- δεν μου είπε και πολλά. Η ζημιά έγινε όταν είδα τον "Κύκλο των Χαμένων Ποιητών", και θέλησα να ποζάρω κι εγώ ως διανοουμενίζων νεανίας: Ξέθαψα τα τσιμπούκια του παππού, βρήκα καπνό, δεν ήθελε και πολύ: η γεύση με κέρδισε.

Με κάτι χλιαρές και ανεπιτυχείς απόπειρες να το ελαττώσω ή να το κόψω, πέρασαν τα επόμενα 18 χρόνια.

Σήμερα είναι η 12η μέρα από τότε που κάπνισα για τελευταία(;) φορά- με τη βοήθεια βελονισμού. Μάλλον πάμε καλά, ο βελονισμός μειώνει την αίσθηση της στέρησης τις πρώτες κρίσιμες μέρες σε επίπεδα που μπορώ να παλέψω.

Αλλά κάποιες φορές μου λείπει πολύ - και, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, με λυπεί κιόλας που στερούμαι την πίπα μου. Σαν κάποιου είδους ακρωτηριασμός...

21 Μαΐ 2008

I wish I’d been another man,

I wish I 'd told less lies,

I wish that I could change my life,

But pay the smallest price.


I wish a day would dawn for me

When I’d salute the light,

With no remorse inside my heart,

Nor malice, fear or fright.


I wish I could enjoy life more,

I wish that I could pray,

I wish I had a warmer heart,

And gentler things to say.


I wish that I could see again

The people I loved most,

And see in them, with clearer eyes,

The hidden truths I’ve lost.


I wish that I would meet you again

And touch you, before long.

I wish we’d speak more truthfully

And share a nicer song.


I wish I’d been a humble man,

Compassionate and wise,

I wish I could discern God’s hand

Above our wretched lives.


But such a man

I am not.

5 Μαΐ 2008

Ανθρώπους και κτήνη



Ολόλυζε σπαραχτικά και χτυπιόταν ο πτωχός Βάνιας, κραυγάζοντας διάφορα ακατάληπτα, πότε στη Ρωσσική, που ήταν η μητρική του, πότε- ακόμη πιο ακατάληπτα- στην Ελληνική. Μάταια ο κυρ-Αντώνης, σφόδρα ταραγμένος κι αυτός, προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Μπροστά τους, στο πλακόστρωτο, κείτονταν το άψυχο σώμα του Αλή, του μαύρου αδέσποτου σκύλου που φρόντιζαν κι οι δυο, ο μόνος ίσως φίλος του Βάνια, ο μόνος που τον κοίταζε ίσια στα μάτια, χωρίς συγκατάβαση και που κάποιος, πιθανώς ευσεβής και φιλόθεος, εθεώρησε καλό να δηλητηριάσει.

Απέδρασε ο κυρ-Αντώνης όπως-όπως από την ταραχή του, κάνοντας νοητική σημείωση να μιλήσει στον μικρό για τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ και την αρκούδα, για τον Άγιο Σιλουανό που θλιβόταν σαν έπρεπε να ξεριζώσει κάποια αγριόχορτα, για τον Άγιο Ισάακ τον Σύρο- ή ήταν ο Άγιος Εφραίμ;- που προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Θυμήθηκε και τα λόγια ενός καλόγερου που είχε συναντήσει πριν πολλά χρόνια, ότι "... ο Θεός όλα Του τα πλάσματα αγαπά, κι όλα παραμένουν στη μνήμη Του ες αεί". Δεν καταλάβαινε και πολλά από αυτόν το λόγο ο κυρ-Αντώνης, κι ήταν άγνωστο τι θα καταλάβαινε από ετούτα ο Βάνιας, που εκτός από Ρωσσόπουλο ήταν και λίαν πτωχός τω πνεύματι. Δεκάξι χρονών ήταν, μα το μυαλό του ήταν, το πολύ, μυαλό εννιάχρονου.

Πέρασε ώρα, κι ο μικρός ησύχασε λίγο στη στοργική αγκάλη του γέροντα. Σκούπισε τη μύτη του στο μανίκι κι έτρεξε προς τον παπα, που τον εφώναζε αυστηρά να πάει να σκουπίσει το ναό- ήταν των Βαϊων την επομένη.

Ο κυρ-Αντώνης, αναστενάζοντας βαθιά, τύλιξε σε μια μεγάλη σακκούλα το άψυχο σώμα του άμοιρου σκύλου.

-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε, μουρμούρισε, κατά την προσφιλή του συνήθεια.

‘Κείνη την ώρα, ο πατήρ Γαβριήλ, πενηντάρης αρχιμανδρίτης, επισκοπικών φιλοδοξιών και με επισκοπική μπάκα, με μακριά γένεια, συνοφρυωμένος πάντοτε, από εκείνους που κοιτούν το συνομιλητή τους πάντα με βλέμμα από κάτω προς τα πάνω, πλησίασε και κοίταξε με αηδία το πτώμα του ζώου.

-Ένας κόπρος λιγότερος, έκανε. Και συνέχισε με ένα οργισμένο λογύδριο κατά παντός.

-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε,
είπε πάλι ο κυρ-Αντώνης,
σκύβοντας το κεφάλι, σα μαθημένος από ετών, ρίχνοντας ένα βλέμμα σκέτο φαρμάκι προς το μέρος του και τονίζοντας παράξενα το «κτήνη». Αλλά ο παπάς δεν κατάλαβε τίποτα.

Πέρασε η Μεγαλοβδομάδα, και το βράδυ της Ανάστασης, βρέθηκε στο ναό παρούσα η καλή κοινωνία της άλλοτε μεγαλοαστικής γειτονιάς, ή μάλλον όποιο τμήμα της δεν είχε φύγει για τα εξωτερικά, καθώς και κάθε ξεπεσμένος αριστοκράτης της περιοχής. Μεγάλος και πολυτελής ο ναός, με τους βαρείς πολυελαίους, τα ψηφιδωτά και το επιβλητικό τέμπλο, ήταν ό,τι χρειαζόταν το κομμάτι εκείνο του "καλού" κόσμου της Αθήνας που είχε θρησκευτικές ανάγκες και επιθυμούσε να τις εκπληρώσει με σικ τρόπο. Μπορούσες να δεις γηραιούς πρώην διοικητές τραπεζών, επιχειρηματίες, πολιτευτές, όλους στητούς, όλους αγέλαστους, με το βιβλιαράκι ανά χείρας, με ήθος και ύφος καλβινιστικό.

Υπηρετούσαν αρκετοί κληρικοί: δυο απλοί και γηραιοί πρεσβύτεροι, ένας αρχιμανδρίτης – ο Γαβριήλ- και ένας διάκονος. Είχε ακόμη ο ναός ως νεωκόρο τον κυρ-Αντώνη, γηραιό συνταξιούχο ναυτικό, που είχε "ξωκείλει" από ετών στην πολύβουη Αθήνα, και βοηθός του οποίου είχε χρισθεί ο Βάνιας, πάντα ευγενής και πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε του ζητούσαν- ή, έστω, να προσπαθήσει.


Αγαπούσε ν' ακούει τη χορωδία ο Βάνιας. Απαλλαγμένος από κάθε είδους αισθητική παιδεία, δεν μπορούσε να συγρίνει το πολυφωνικό ψάλσιμο με το παραδοσιακό βυζαντινό μέλος, όπως έκαναν πολλοί, όψιμοι λάτρεις της παράδοσης, που ενοχλούνταν, και απλά απολάμβανε τη μουσική, ενώ άλλοτε χαχάνιζε δυνατά, πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στο ευσεβές εκκλησίασμα, που τον επιτιμούσε με πύρινα βλέμματα. Γενικά, του άρεσε να βρίσκεται στις ακολουθίες. Ίσως γιατί, μην μπορώντας να κατανοήσει τα κηρύγματα, παρέμενε μακάριος.

Όλοι του φέρονταν καλά και τον συμπαθούσαν, εκτός του Γαβριήλ, που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έδειχνε ιδιαίτερη αυστηρότητα προς το Βάνια, ο οποίος την υπέμενε αγόγγυστα. Και καθώς ο Γαβριήλ ήταν ο προεστώς, οι άλλοι κληρικοί δεν τολμούσαν να του πουν και τίποτε. Μόνο ο παπα-Δημήτρης, εξηνταπεντάρης πια, ένας κυρτός από τα νιάτα του ανθρωπάκος, χήρος και μη δυνάμενος να ξαναπαντρευτεί, με βλέμμα σκοτεινιασμένο, αλλά πονετικό, προσπαθούσε να τον πάρει με το καλό και να τον πείσει να είναι πιο ανεκτικός με το καημένο το παιδί. Αλλά του κάκου: Ο Γαβριήλ δεν έπαιρνε από λόγια και συνέχιζε να ξεθεώνει τον φτωχό Βάνια στη δουλειά, να μην του λέει ούτ' έναν καλό λόγο ποτέ, και να εκδηλώνει ποικιλοτρόπως τη δυσφορία του, όταν ο μικρός, με την αδεξιότητά του, τύχαινε να κάνει καμμιά ζημιά. Ίσως ο Γαβριήλ να έβλεπε την μακαριότητα του μικρού, το πόσο απλά και χαρούμενα συμπεριφερόταν στη Λειτουργία, και να ζήλευε ενδομύχως, μην τολμώντας να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Εκείνος, παρά την άψογη θεολογική του κατάρτιση (δεν θα πω "γνώση"), παρά το σχήμα, τα άμφια και τα πετραχήλια, συνήθως έπληττε, ή και δυσφορόυσε. Και το έβλεπες αυτό, στο μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπό του. Ή ίσως, όπως συμβαίνει συχνά, να είχε βρει εύκολο θύμα, μη δυνάμενο να αμυνθεί, στο οποίο μπορούσε να ξεσπά άφοβα και να επιβεβαιώνει την εξουσία του.
Τις οίδε; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, της ψυχής των παπάδων, όπως και οποιουδήποτε άλλου, μη εξαιρουμένης.


Mετά το «Χριστός Ανέστη» και τα «Ως εκλείπει καπνός εκλειπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός» και τα τοιαύτα, λίγο πριν επανέλθουν, εν πομπή και παρατάξει, στο ναό, ο σκυφτός πάντα και μικροκαμωμένος πατήρ Δημήτριος παρεκάλεσε το εκκλησίασμα να μείνει, ώστε «…να γιορτάσουμε όλοι μαζί, να χαρούμε την Ανάσταση του Κυρίου.»

Σε ποια χαρά αναφερόταν, άραγε, με τη μακρόσυρτη φωνή, τα μονίμως χαμηλωμένα μάτια, την κάθε του κίνηση να αποπνέει κατάθλιψη; Δεν το ξέρω.
Όπως και να έχει, συμπαθέστερος ήταν από τον πατέρα Γαβριήλ, όλο ηθική και νόμο να επικαλείται, που χρονιάρα μέρα βρήκε να βάλει αυστηρό επιτίμιο στο Βάνια να μην κοινωνήσει- τι έφταιγε το έρμο, είχε όλο στο νου του τον Αλή, που του τον ξέκαναν άσπλαχνα, και σαν άκουσε κάποια από τις κυρίες να εκφράζεται με βδελυγμία για τα αδέσποτα της περιοχής, άρχζε να φωνάζει θυμωμένος στα Ρώσσικα. Επιπλέον, του έφυγε το καντήλι που καθάριζε απ’ τα χέρια, έπεσε κι έγινε θρύψαλα.

Είχε παραγγείλει η μάνα του στον κυρ-Αντώνη να τον κρατήσει στην Αναστάσιμη λειτουργία, μια και εκείνη ξενοδούλευε ως αργά, ακόμα και Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ήταν όμορφη γυναίκα ακόμα, αν κι οι Ρωσσίδες σπάνε εύκολα. Όταν είχαν πρωτοέρθει στη γειτονιά πριν δέκα χρόνια, χάρη στη φιλανθρωπία μιας άκληρης πλούσιας κυρίας, που της παρείχε χώρο κι έα πιάτο φαγητό για να τη φροντίζει, κάτι σκίρτησε στην καρδιά του κοτσωνάτου κυρ-Αντώνη, που είχε μείνει γεροντοπαλήκαρο, κι ένα βράδυ που είχε πιει ένα-δυο ούζα παραπάνω, την εστρίμωξε – πλην, ανεπιτυχώς: σαν είδε στα μάτια της την απογοήτευση και μια σπίθα θυμού, ζαλίστηκε, ψέλλισε ένα «συμπάθα με» κι έκανε πίσω. Το ίδιο βράδυ, είδε σεβάσμια μορφή στον ύπνο του- κι άλλοτε είχε ιδεί τον ίδιο άγνωστο γέροντα- να του λέει «Μπαρμπ’ Αντώνη, είμαι στεναχωρεμένος, και τα σημερινά σου καμώματα δεν είναι σαν κι αυτά που κουβεντιάζουμε άλλες φορές. Σοβαρό είναι εκείνο που πήγες να κάμεις απόψε». Ξύπνησε με φριχτό πονοκέφαλο και μια γεύση χωματίλας, κι από τότε πάντα επρόσεχε την Γκαλίνα και τον Βάνια, πάντα τους έδινε όσα χρήματα μπορούσε από τα ελάχιστα δικά του, προσπάθησε να μάθει λίγα ελληνικά στο παιδί, ίσα να συνεννοείται, και σιγά-σιγά η Γκαλίνα τον ξαναεμπιστεύτηκε, μα εκείνος δεν επέτρεψε ποτέ ξανά οικειότητες στον εαυτό του μαζί της. Ούτε κι άγγιξε ούζο ποτέ.


Ο Βάνιας δεν καταλάβαινε βέβαια τα ιερά γράμματα. Καθόταν παράμερα και τον είχε πάρει το παράπονο που δεν θα κοινωνούσε, κι ήταν και λίγο θυμωμένος. Χαζός-χαζός, όμως κάτι έπιανε από τον κατηχητικό του Χρυσοστόμου, που ως συνήθως και ως μη όφειλε αναγνώστηκε μετά την Θεία Κοινωνία, με ύφος ολότελα αταίριαστο προς το πνεύμα του κειμένου, και που μέσες-άκρες του τον είχε εξηγήσει, όσο μπορούσε, ο κυρ-Αντώνης δυο μέρες πριν. Σαν ο πατήρ Γαβριήλ ξεκίνησε το- αναπότρεπτο, και μάλλον αθεολόγητο,- κήρυγμά του, μετά το Κοινωνικό, τρύπωσε στο ιερό, έκαμε τρεις αδέξιες μετάνοιες, έπιασε το Ποτήριο και κοινώνησε μόνος του των Αχράντων Μυστηρίων. Ο κυρ-Αντώνης επήγε εκείνη την ώρα να σβήσει κάποια κεριά στο μανουάλι που έγερναν επικινδύνως, έπιασε την κίνηση με την άκρη του ματιού, πλησίασε και τα είδε όλα. Ετρόμαξε, έκανε να μπει να πει κάτι στο παιδί, του φάνηκε θρασεία και βλάσφημη η πράξη του, αλλά τότε τον είδε το Βάνια να κάμει πάλι στρωτές τις μετάνοιες του, να κοιτά προς την Πλατυτέρα ντροπαλά, να νεύει ναι με το κεφάλι, κι έπειτα πάλι να κοιτά και να σκάει ένα ολόφωτο χαμόγελο, μέσα απ΄ τα θεόστραβα δόντια του. Τι να κάνει ο κυρ Αντώνης, έκαμε πως δεν είδε τίποτα, «ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Δέσποτα Χριστέ, ο αναστάς εκ νεκρών», μουρμούρισε, παραλάσσοντας το σύνηθες. Το γεγονός δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, μια και ο κυρ Αντώνης δεν είπε κουβέντα σε κανέναν - ούτε κι ο Βάνιας, βέβαια.

Λίγο καιρό μετά, η Γκαλίνα έφυγε με το μοναχογιό της για την Γερμανία, όπου είχε συγγενείς που φρόντισαν να τις βγάλουν τα απαραίτητα χαρτιά. Μετά λίγους μήνες, ο κυρ-Αντώνης έφυγε κι αυτός από την Αθήνα και γύρισε στο χωριό του. Δεν είχε τίποτα πια να τον συνδέει με την πόλη. Οο Βάνιας, που ήταν ό,τι πλησιέστερο είχε ποτέ σε παιδί κι εγγόνι, έφυγε μακριά, ήξερε πως δεν θ’ αντάμωναν ξανά σε τούτον τον κόσμο. Είχε νοσταλγήσει το φτωχικό καλύβι του – το μόνο περιουσιακό στοιχείο που του είχε απομείνει, μαζί μ’ ένα μικρό χωραφάκι- και πήγε να τελειώσει τις ημέρες του στις ρεματιές του τόπου του.

Ο θρασύδειλος φονιάς του Αλή δεν έγινε ποτέ γνωστός στα μάτια των ανθρώπων.

Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε.


Η ιστορία είναι, βέβαια, γέννημα της φαντασίας μου. Μόνο πραγματικό στοιχείο, η ύπαρξη ενός χαζούλη νεαρού που βοηθούσε όντως τους νεωκόρους σε ναό μεγαλοαστικής Αθηναϊκής γειτονιάς, και που κάποτε είχε –καλώς ή κακώς- το θράσος να μεταλάβει μονάχος του, όταν του το αρνήθηκε –καλώς ή κακώς- ο ιερέας. Όλ’ αυτά πριν δέκα-δεκαπέντε χρόνια.

Η ζωγραφιά είναι της Μυρτώς Δεληβοριά. Ελπίζω να μου συγχωρέσει που τη δημοσιεύω χωρίς την άδειά της.