Η καλύβα του Παππού: 5 Απρ 2007

5 Απρ 2007

(...)


Στον παλιό κόσμο, πριν την εποχή της νεωτερικότητας, η Εκκλησία προσελάμβανε τον άνθρωπο και σύνολη τη ζωή του, με όλες τις δομές που ήταν απαραίτητες για την επιβίωση και την πραγμάτωση της ζωής του εν τω κόσμω. Η θρησκευτική διάσταση της ζωής του ανθρώπου, μια ανάγκη σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική, εκαλείτο να «μπολιαστεί» σε έναν άλλο, Εκκλησιαστικό τρόπο ύπαρξης – όπου είχε σκοπό να αυτοϋπερβαθεί.
Ο σύγχρονος άνθρωπος – σωστότερα, ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος – είναι, πρωτίστως, ψυχολογικός άνθρωπος. Έχει, σε μεγάλο βαθμό, υπερβεί την ανάγκη της παρηγοριάς που προσέφερε στον άνθρωπο των παλαιότερων ετών η θρησκεία. Κατακτά επώδυνα την ωριμότητά του και τη γνώση του εαυτού του μέσω των εμπειριών του και, συχνά, της βοήθειας που του παρέχει η ψυχολογία και η ψυχανάλυση.



Πάσχα. Ένας περιρρέων, γλυκερός κατά το πλείστον, συναισθηματισμός, σλόγκαν του τύπου «ο Χριστός σταυρώθηκε για ΣΕΝΑ» (ευτυχώς, λιγοστά πλέον), κηρύγματα που είναι άγνωστο αν αφορούν ακόμη κι αυτούς που τα εκφωνούν και χιλιοπαιγμένες θρησκευτικές υπερπαραγωγές στην τηλεόραση: Η κυρίαρχη εικόνα της Μεγάλης Εβδομάδας , όπως την έχουμε ζήσει όλοι.

(...)
Ένας αγνωστικιστής, δικαίως θα απορήσει: «Γιατί να έχει τόση σημασία η θυσία κάποιου, όταν μάλιστα αυτός πίστευε πως ούτως ή άλλως θα αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες; Και εάν ακόμη δεχτούμε τη θεότητα του Χριστού, γιατί η λεγόμενη «θυσία»του θα πρέπει να λέει κάτι σ’ εμάς σήμερα; Γιατί να μην υμνήσω τη θυσία χιλιάδων ανθρώπων που έδωσαν τη ζωή τους για τους άλλους, και μάλιστα χωρίς να προσδοκούν καμμία μεταθανάτια επιβράβευση ή επιβίωση;»
Και κυρίως, θα προσέθετα, για ποιο λόγο θα πρέπει να με αφορά;

Η όλη υπόθεση της Ενανθρώπησης, των Παθών και της Ανάστασης, ξεχωρισμένη από την Εκκλησία, νοούμενη σε πλαίσια ατομοκεντρικής θρησκευτικότητας ή «πνευματικότητας», αφορά ή έναν επιδειξιομανή Θεό, ή έναν άνθρωπο χαμένα στα είδωλα του φαντασιακού του.

(...)

Χωρίς την οντολογική διάσταση της ενανθρώπησης του Λόγου, μιας διάστασης που νοεί την αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο ως γεγονότα αφορώντα όχι μόνο στη διάθεση αλλά και στη φύση του ανθρώπου, ο λόγος περί της ενανθρωπήσεως παραμένει κενός νοήματος. Μια στείρα – και συχνά ψυχοβλαβής- νομικίστικη ηθικολογία.
Απογυμνώνοντας, από την άλλη, την υπόθεση του Χριστού από κάθε υπερβατική αναφορά, ξεχωρίζοντας -ως άνθρωποι γαλουχημένοι με τον ορθό λόγο και τα κηρύγματα του Διαφωτισμού - την ευαγγελική διήγηση από τη μεταφυσική διάσταση της Ανάστασης, απομένουμε με μια αφύσικα σκληρή απαίτηση για μια ωριμότητα που πετυχαίνει το ακατόρθωτο: Να αγαπούμε ακόμη και τους εχθρούς μας. Μια δυνατότητα που δεν είναι κατορθωτή με μόνες τις δυνάμεις που ενυπάρχουν στην ανθρώπινη φύση.

(...)

Η Ορθόδοξη Θεολογία είναι, πρωτίστως, εμπειρική: δεν προσφέρει βεβαιότητες, ούτε συνταγές «ηθικοποίησης» της ανθρώπινης συμπεριφοράς - άλλες παραδόσεις ή ιδεολογίες το καταφέρνουν αυτό σαφώς καλύτερα. Παρέχει μόνον «οδοδείκτες», τέτοιους ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν τον κάθε άνθρωπο – τον μοναδικό και ανεπανάληπτο, αγαπημένο απ’ αρχής από τον Θεό κατά τρόπο που υπερβαίνει οτιδήποτε είμαστε εις θέση να φανταστούμε, καθώς και όλους τους συναισθηματισμούς των ημερών- στην περιπέτεια της Σχέσης.

Και η σχέση λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, τόσο στην οριζόντια διάσταση της σχέσης με τους άλλους ανθρώπους, όσο και στην κατακόρυφη, της σχέσης όλων και καθενός προσωπικά με το Θεό.


Η καταγεγραμμένη εμπειρία της Εκκλησίας μάς υποψιάζει για ένα Θεό «μανικά ερωτευμένο» με το πρόσωπο του κάθε ανθρώπου, έναν Θεό που ενανθρώπησε προκειμένου να προσλάβει την ανθρώπινη φύση με όλη της την αδυναμία. Να καταστήσει το κτιστό κοινωνό του Ακτίστου. Εάν η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού, ή μάλλον, στο βαθμό που γίνεται κατορθωτό για την Εκκλησία να κοινωνήσει της ζωντανής παρουσίας Του, τότε η υπόθεση της Σταύρωσης και της Ανάστασης μας αφορά πάντα.

Γιάννης Σάτος, "Σκέψεις πριν το Πάσχα" (αποσπάσματα από άρθρο στο περιοδικό "ΔΙΟΛΚΟΣ", Σύρος, 2004)