Η καλύβα του Παππού: 7 Δεκ 2007

7 Δεκ 2007

Στης ανομίας τα θρανία...

Tου Πασχου Μανδραβελη


Εχουν ενδιαφέρον όσα μας είπε χθες ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Αλκης Ρήγος. Οχι μόνο γιατί είναι πανεπιστημιακός δάσκαλος, και συνεπώς τέτοια γράμματα μαθαίνει στα παιδιά, αλλά γιατί έχει ένα κοινό για την ελληνική κοινωνία σκεπτικό: ότι οι νόμοι εφαρμόζονται κατά το δοκούν. Αν μας αρέσουν έχει καλώς. Αν δεν μας αρέσουν, όπως γράφει ο ίδιος, «υπερβαίνουμε τις τυπικές διαδικασίες στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας» («Καθημερινή», 6.12.2007).


Να θυμίσουμε ότι προχθές οι φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου έκαναν πράξη την έκκληση της κ. Αλέκας Παπαρήγα, να ακυρώσουν στην πράξη την εφαρμογή του νόμου-πλαισίου για τα ΑΕΙ. Οχι διά της νόμιμης διαδικασίας, που είναι η προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά διά του «επαναστατικού τσαμπουκά». Οι φοιτητές των αριστερών παρατάξεων έκλεψαν την κάλπη και την έκαψαν.


Η πράξη καθαυτή κατά τον κ. Ρήγο ανήκει στο τυπικόν της συζήτησης. Το ουσιαστικό είναι ότι «όλες οι φοιτητικές παρατάξεις κατά καιρούς έχουν υπερβεί με πράξεις τους τις τυπικές διαδικασίες στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας».
Ας μη μας εκπλήσσει αυτή η απόφανση και θα είναι υποκριτικό να φρικιούν κάποιοι, διότι οι πανεπιστημιακοί πιστεύουν ότι οι δημοκρατικά ψηφισμένοι νόμοι σε μια δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή υπόκεινται σε μιαν ευρύτερη «αίσθηση δικαίου και δημοκρατικής νομιμότητας».


Το ίδιο ακούμε σε κάθε διαδήλωση: «Νόμος (δηλαδή, η τυπική διαδικασία) είναι το δίκιο (η ευρύτερη, κατά Ρήγο, αίσθηση δικαίου) του εργάτη». Με την ίδια λογική οι κάτοικοι των Ζωνιανών «υπερέβαιναν τις τυπικές διαδικασίες» των αστυνομικών ελέγχων «στο όνομα μιας ευρύτερης αίσθησης (κρητικού αυτή τη φορά) δικαίου».


Με την ίδια ευρύτερη αίσθηση δικαίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερέβησαν την τυπική διαδικασία της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και άρχισαν να λειτουργούν τις κάμερες.


Γενικώς, στην Ελλάδα, νόμους και κανόνες τους θεωρούμε τυπικές διαδικασίες, που εφαρμόζονται όταν δεν υπάρχει μια διαφορετική «αίσθηση δικαίου». Ρωτήστε κάποιον γιατί στάθμευσε παράνομα το όχημά του: «Μα, πού να παρκάρω;» είναι η απάντηση. Η ευρύτερη αίσθηση του δικαιώματος να παρκάρει, υπερβαίνει την τυπική διαδικασία απαγόρευσης στάθμευσης.


Το κυριότερο πρόβλημα που προβάλλει με την τοποθέτησή του ο κ. Ρήγος, δεν είναι αυτή η επισήμανση περί ανομίας της ελληνικής κοινωνία. Βρίσκεται στην ακροτελεύτια παράγραφο του κειμένου του: Η πανεπιστημιακή κοινότητα, γράφει, «ήταν, είναι -και αγωνιζόμαστε να παραμείνει- ένας δημόσιος θεσμός μιας κοινότητας ενηλίκων πολιτών που δρα ως καθρέφτης και καταλύτης ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών». Κι εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Αν «ο καταλύτης των ευρύτερων πολιτισμικών διεργασιών» νομιμοποιεί την ανομία στο όνομα μιας απροσδιόριστης «αίσθησης δικαίου», τότε αυτή η κοινωνία δεν έχει κανένα μέλλον. Οι πολίτες της θητεύουν στα θρανία της ανομίας εξ απαλών ονύχων. Μαθαίνουν ότι η εφαρμογή των νόμων μιας δημοκρατικής κοινωνίας εξαρτάται από τα κέφια κάθε κοινότητας. Είτε αυτή είναι πανεπιστημιακή είτε του Μυλοποτάμου.


Καθημερινή, 07/12


Δεν έχω να σχολιάσω τίποτα. Μόνο να πω πως καθώς περνά ο καιρός, νιώθω να φοβάμαι όλο και πιο πολύ.

Το τέρας αρχίζει να μάς μοιάζει...

Tου Πασχου Μανδραβελη/
pmandravelis@kathimerini.gr

Τρομάξαμε όλοι σαν μάθαμε ότι ομάδες νεοναζί στη Γερμανία επιτέθηκαν εναντίον μεταναστών. «Το τέρας σήκωσε κεφάλι», επιχειρηματολόγησαν κάποιες εφημερίδες. Μα το σημαντικότερο είναι πως τρόμαξαν οι ίδιοι οι Γερμανοί. Ξεσηκώθηκαν, καταδίκασαν το γεγονός, ζήτησαν την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων. Ηξεραν, από την ιστορία τους ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα εξ αποκαλύψεως φαινόμενο. Επωάζεται στις κοινωνίες. Πρώτα γεννώνται τα στερεότυπα, μετά εκστομίζονται κάποιες βρισιές, έπονται οι επιθέσεις για να καταλήξει σε διωγμούς. Γνώριζαν και γνωρίζουμε ότι ο ρατσισμός φύεται στα καλύτερα σπίτια. Η Γερμανία του μεσοπολέμου ήταν στην πρωτοπορία του παγκόσμιου πολιτιστικού γίγνεσθαι. Τόσο, που πολλοί αναρωτήθηκαν «πώς είναι δυνατόν να ακούς Μότσαρτ το βράδυ και το πρωί να οδηγείς ανθρώπους στα κρεματόρια».

Το ανησυχητικό με την επίθεση κατά των Πακιστανών που έγινε την Παρασκευή στο Αιγάλεω δεν είναι το γεγονός καθαυτό. Κάθε κοινωνία παράγει και τους αλήτες της που ξεσπούν επί των αδυνάτων. Ανησυχητικότερη είναι η σιωπή την επομένη της επίθεσης. Η φρίκη που δεν εκδηλώθηκε, η συγκατάβαση που προκύπτει από μια βαθιά πίστη ότι η «ελληνική ψυχή» είναι απρόσβλητη στον ρατσισμό. Είναι η ολιγωρία της αστυνομίας, έπειτα από μια σειρά τέτοιων φαινομένων και ο φριχτός ψίθυρος «Ελα μωρέ, Πακιστανοί ήταν... Κάτι θα έκαναν».

Κάποιοι κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους δικαιολογώντας τη σιωπή με το εφεύρημα των «μεμονωμένων επεισοδίων». Φυσικά και είναι «μεμονωμένο επεισόδιο» η επίθεση με λοστούς και στειλιάρια στο σπίτι κάποιων Πακιστανών, αλλά σάμπως συμβαίνουν κάθε μέρα καταστροφές στα σχολεία σαν αυτή του Παγκρατίου;

Επισημαίναμε και παλιότερα ότι η τρομοκρατία από «μεμονωμένα φαινόμενα« αποτελείτο. Το πιο ανησυχητικό, που επέτρεψε επί 27ετία τους δήθεν επαναστάτες να δολοφονούν ήταν η διάχυτη κοινωνική ανοχή, η άρρητη πολλών παραδοχή πως τα θύματα «δεν είναι και τόσο αθώα», η δικαιολόγηση «πως κάτι θα έκαναν», πως «κάπως θα προκάλεσαν». Μόνο ένας είπε δημοσίως μετά από μια δολοφονία «γεια στα χέρια τους». Το σκέφτονταν όμως πολλοί. Οχι, δεν ήταν τρομοκράτες οι Ελληνες, υπήρξε όμως κοινωνική ανοχή στην τρομοκρατία επί μακρόν. Κυρίως υπήρξε η (καλλιεργημένη) άρνηση πως η τρομοκρατία μας αφορά. Ολοι απέκοπταν τους φόνους από τη στάση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Κανείς δεν ήθελε να σκεφτεί πως η τρομοκρατία ήταν το κακό σπυρί -το σύμπτωμα- μιας κοινωνικής παθογένειας.

Κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκης είχε πει πως «όταν το τέρας δεν μας ενοχλεί, αρχίζει να μας μοιάζει».
Το πρόβλημα είναι ότι η επίθεση της Παρασκευής λίγο μας ενοχλεί. Δεν είδαμε υπουργούς να ορκίζονται ότι «θα βρεθούν οι ένοχοι και θα πληρώσουν», δεν είδαμε κανένα ζήλο εκ μέρους της αστυνομίας να βρεθούν οι παραβάτες της νομιμότητας. Χειρότερα: δεν είδαμε και καμιά κοινωνική πίεση για να κάνουν οι διωκτικές αρχές καλά τη δουλειά τους.

Το τέρας μεγαλώνει στην πίσω αυλή μας και οι νταήδες της δυτικής όχθης δεν είναι παρά το σπυρί, που αν δεν καυτηριαστεί θα μολύνει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.


Από την Καθημερινή της 06/12

Καθώς περνούν τα χρόνια φοβάμαι, ολοένα και περισσότερο, πως εξελισσόμαστε σ' έναν κομπλεξικό λαό απολίτιστων αγροίκων.

Από τον τρόπο της βιοτής μας αναδύεται μια ανυπόφορη μπόχα συμπλεγματικής επαρχιωτίλας, καθώς από τις άλλες χώρες διαλέγουμε να αντιγράψουμε μόνο τα επιφανειακώς εντυπωσιακά -κάποιες φορές κατεβάζοντας αναίσχυντα τα βρακιά μας (βλ. Μουσείο Tschumi)- και, εντέλει, ασήμαντα, αντί να κοιτάμε να ξεστραβωθούμε και να διδαχθούμε από το πώς διευθετούν εκείνοι τη ζωή τους, να μάθουμε κάτι που θα μας βοηθήσει να διασφαλίσουμε ό,τι έχει απομείνει από το περιβάλλον κι από την ανθρωπιά μας.

Μην ξανακούσω για τα επιτεύγματα και το κλέος των Αρχαίων Ελλήνων, ή για τις πολυθρύλητες κοινότητες της Τουρκοκρατίας - αυτά όλα τα προδίδουμε κάθε μέρα, χωρίς να παίξει ούτε το βλέφαρό μας. Αποτελούν πια παρελθόν, ενταφιασμένο βαθιά για την μεγάλη πλειονότητα, αν όχι για όλους μας.
Τα επικαλούμαστε μόνο για να αποκτήσουμε μια ψευδαίσθηση αξίας και να αποφύγουμε να δούμε το χάλι μας.

Αλλά με άλλοθι από το παρελθόν δεν ζεις, ούτε παράγεις πολιτισμό.