Η καλύβα του Παππού: 14 Μαρ 2007

14 Μαρ 2007

Φανταστική Ιστοριούλα ...


...με τις πέντε λέξεις που σημαίνονται με bold στοιχεία, συνεχίζοντας το παιχνίδι που άρχισε η αγαπητή Oistros:

Μου είχαν χαρίσει μια κορνίζα, επάργυρη, κάποτε. Είχα βάλει μια φωτογραφία που ήμασταν κι οι τρεις, χαμογελαστοί, ευτυχείς, αθώοι. Η φωτογραφία έχει καταχωνιαστεί σε κάποιο συρτάρι από χρόνια, κι η κορνίζα μένει άδεια, να σκονίζεται.
Δεν τους σκέπτομαι συχνά, μόνο σήμερα άκουσα στο ράδιο μια μπαλάντα που αγαπούσε πολύ η Μαρία κι είχα βοηθήσει τον Θανάση να την μάθει στη κιθάρα, για να της την τραγουδά. Κι ένιωσα πάλι πως τα συναισθήματα δεν ξέρουν από χρόνο, καθώς όλα εισέβαλλαν ορμητικά στο τώρα.


Μοιάζουν να έχουν περάσει ατέλειωτα χρόνια από τότε, κι άλλοτε, μοιάζει σαν να μην πέρασε ούτε μια μέρα. Σαν να ήταν μόλις προχτές που καθόμασταν, πλάι στη θάλασσα, με το Θανάση και τη Μαρία. Πίναμε υπέροχη τσικουδιά, φερμένη από την Κρήτη – την έφτιαχνε ο πατέρας της Μαρίας.
Ίσως εκείνη η εκδρομή στη Σίφνο να ήταν η τελευταία πραγματικά ευτυχισμένη περίοδος της κατά τ’ άλλα μίζερης και μάλλον ανώφελης ζωής μου.
Αθώα εκείνα τα χρόνια… Τους αγαπούσα στ’ αλήθεια αυτούς τους δυο – ο Θανάσης έχει εξαίρετο μυαλό, και απίθανο πνεύμα. Κι η Μαρία, συναισθηματική, κατά βάθος, αλλά αρκετά κλειστή. Και όμορφοι, πολύ όμορφοι και οι δυο.

Μετά, άρχισαν τα ζόρια: δουλειές, αυτοί οι δυο παντρεύτηκαν, ήρθε και το παιδί. Στήριξαν το μύθο του ευτυχισμένου γάμου τους όσο μπορούσαν, αλλά στα έξι χρόνια ήρθε το αναπότρεπτο τέλος.

Η Μαρία κι εγώ βρεθήκαμε πιο κοντά. Την πόνεσε η ψυχή μου – ευάλωτη, μόνη, πανέμορφη, κι ένα βράδυ επήλθε το (υπέροχο και εκστατικό) μοιραίο. Ο Θανάσης δεν έμαθε ποτέ τίποτε, αλλά εγώ ταλαιπωρήθηκα από εφιάλτες κι ενοχές για μήνες ολάκερους - κι ας ήξερα πως η σχέση τους είχε τελειώσει πολύ πριν γίνει το οτιδήποτε ανάμεσα σε μένα και τη Μαρία. Την είχα ερωτευτεί, αλλά Κύριος οίδε τι δαίμονες κουβαλά ο καθείς στην ψυχή του. Προτίμησα να τελειώσω τη σχέση, και να τιμωρήσω έτσι τον εαυτό μου.

Η Μαρία ξαναπαντρεύτηκε έναν μεγαλύτερό της άνδρα, κι ο Θανάσης είναι μόνιμος κάτοικος Παρισίων από χρόνια. Για τη ζωή του δεν ξέρω τίποτε.

Κι εγώ κάθομαι και γράφω αυτήν την ιστορία. Για χρόνια θεωρούσα τη μεγαλύτερη αμαρτία της ζωής μου εκείνην τη «μοιχεία». Αν με ρωτήσεις σήμερα, αναγνώστη, θα σου πω με πόνο πως το έγκλημά μου το μεγάλο ήταν που άφησα τη Μαρία να μου φύγει, θεωρώντας πως αυτό ήταν το μόνο δίκαιο και έντιμο πράγμα που απέμενε να κάνω. Δεν είχα τα κότσια να μείνω σταθερός και να αναλάβω το κόστος της επιλογής μου. Κι έτσι εγώ μεν την έχασα, ενώ εκείνη βρήκε παρηγοριά σε μια σχέση που της δίνει ασφάλεια και σταθερότητα, αλλά πιθανότατα τίποτε περισσότερο.
Ένας ψυχαναλυτής θα έκανε χρυσές δουλειές με την πάρτη μου και θα έχτιζε ίσως και κανένα σπιτάκι…

Σήμερα ξέρω πως έφυγα μακριά της γιατί αν έμενα, θα έπρεπε να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου κατάφατσα και να προσπαθήσω ν’ αλλάξω.
Από τον εαυτό μου δεν κατορθώνω ποτέ να ξεφύγω, έχει την τάση να με προφταίνει πίσω απ’ τις γωνιές. Κι έτσι προσπαθώ ν’ αλλάξω αναγκαστικά, μην έχοντας άλλη επιλογή.

Αλλά δεν έχω πια τη Μαρία.