Η καλύβα του Παππού: 05/01/2008 - 06/01/2008

21 Μαΐ 2008

I wish I’d been another man,

I wish I 'd told less lies,

I wish that I could change my life,

But pay the smallest price.


I wish a day would dawn for me

When I’d salute the light,

With no remorse inside my heart,

Nor malice, fear or fright.


I wish I could enjoy life more,

I wish that I could pray,

I wish I had a warmer heart,

And gentler things to say.


I wish that I could see again

The people I loved most,

And see in them, with clearer eyes,

The hidden truths I’ve lost.


I wish that I would meet you again

And touch you, before long.

I wish we’d speak more truthfully

And share a nicer song.


I wish I’d been a humble man,

Compassionate and wise,

I wish I could discern God’s hand

Above our wretched lives.


But such a man

I am not.

5 Μαΐ 2008

Ανθρώπους και κτήνη



Ολόλυζε σπαραχτικά και χτυπιόταν ο πτωχός Βάνιας, κραυγάζοντας διάφορα ακατάληπτα, πότε στη Ρωσσική, που ήταν η μητρική του, πότε- ακόμη πιο ακατάληπτα- στην Ελληνική. Μάταια ο κυρ-Αντώνης, σφόδρα ταραγμένος κι αυτός, προσπαθούσε να τον παρηγορήσει. Μπροστά τους, στο πλακόστρωτο, κείτονταν το άψυχο σώμα του Αλή, του μαύρου αδέσποτου σκύλου που φρόντιζαν κι οι δυο, ο μόνος ίσως φίλος του Βάνια, ο μόνος που τον κοίταζε ίσια στα μάτια, χωρίς συγκατάβαση και που κάποιος, πιθανώς ευσεβής και φιλόθεος, εθεώρησε καλό να δηλητηριάσει.

Απέδρασε ο κυρ-Αντώνης όπως-όπως από την ταραχή του, κάνοντας νοητική σημείωση να μιλήσει στον μικρό για τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ και την αρκούδα, για τον Άγιο Σιλουανό που θλιβόταν σαν έπρεπε να ξεριζώσει κάποια αγριόχορτα, για τον Άγιο Ισάακ τον Σύρο- ή ήταν ο Άγιος Εφραίμ;- που προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Θυμήθηκε και τα λόγια ενός καλόγερου που είχε συναντήσει πριν πολλά χρόνια, ότι "... ο Θεός όλα Του τα πλάσματα αγαπά, κι όλα παραμένουν στη μνήμη Του ες αεί". Δεν καταλάβαινε και πολλά από αυτόν το λόγο ο κυρ-Αντώνης, κι ήταν άγνωστο τι θα καταλάβαινε από ετούτα ο Βάνιας, που εκτός από Ρωσσόπουλο ήταν και λίαν πτωχός τω πνεύματι. Δεκάξι χρονών ήταν, μα το μυαλό του ήταν, το πολύ, μυαλό εννιάχρονου.

Πέρασε ώρα, κι ο μικρός ησύχασε λίγο στη στοργική αγκάλη του γέροντα. Σκούπισε τη μύτη του στο μανίκι κι έτρεξε προς τον παπα, που τον εφώναζε αυστηρά να πάει να σκουπίσει το ναό- ήταν των Βαϊων την επομένη.

Ο κυρ-Αντώνης, αναστενάζοντας βαθιά, τύλιξε σε μια μεγάλη σακκούλα το άψυχο σώμα του άμοιρου σκύλου.

-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε, μουρμούρισε, κατά την προσφιλή του συνήθεια.

‘Κείνη την ώρα, ο πατήρ Γαβριήλ, πενηντάρης αρχιμανδρίτης, επισκοπικών φιλοδοξιών και με επισκοπική μπάκα, με μακριά γένεια, συνοφρυωμένος πάντοτε, από εκείνους που κοιτούν το συνομιλητή τους πάντα με βλέμμα από κάτω προς τα πάνω, πλησίασε και κοίταξε με αηδία το πτώμα του ζώου.

-Ένας κόπρος λιγότερος, έκανε. Και συνέχισε με ένα οργισμένο λογύδριο κατά παντός.

-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε,
είπε πάλι ο κυρ-Αντώνης,
σκύβοντας το κεφάλι, σα μαθημένος από ετών, ρίχνοντας ένα βλέμμα σκέτο φαρμάκι προς το μέρος του και τονίζοντας παράξενα το «κτήνη». Αλλά ο παπάς δεν κατάλαβε τίποτα.

Πέρασε η Μεγαλοβδομάδα, και το βράδυ της Ανάστασης, βρέθηκε στο ναό παρούσα η καλή κοινωνία της άλλοτε μεγαλοαστικής γειτονιάς, ή μάλλον όποιο τμήμα της δεν είχε φύγει για τα εξωτερικά, καθώς και κάθε ξεπεσμένος αριστοκράτης της περιοχής. Μεγάλος και πολυτελής ο ναός, με τους βαρείς πολυελαίους, τα ψηφιδωτά και το επιβλητικό τέμπλο, ήταν ό,τι χρειαζόταν το κομμάτι εκείνο του "καλού" κόσμου της Αθήνας που είχε θρησκευτικές ανάγκες και επιθυμούσε να τις εκπληρώσει με σικ τρόπο. Μπορούσες να δεις γηραιούς πρώην διοικητές τραπεζών, επιχειρηματίες, πολιτευτές, όλους στητούς, όλους αγέλαστους, με το βιβλιαράκι ανά χείρας, με ήθος και ύφος καλβινιστικό.

Υπηρετούσαν αρκετοί κληρικοί: δυο απλοί και γηραιοί πρεσβύτεροι, ένας αρχιμανδρίτης – ο Γαβριήλ- και ένας διάκονος. Είχε ακόμη ο ναός ως νεωκόρο τον κυρ-Αντώνη, γηραιό συνταξιούχο ναυτικό, που είχε "ξωκείλει" από ετών στην πολύβουη Αθήνα, και βοηθός του οποίου είχε χρισθεί ο Βάνιας, πάντα ευγενής και πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε του ζητούσαν- ή, έστω, να προσπαθήσει.


Αγαπούσε ν' ακούει τη χορωδία ο Βάνιας. Απαλλαγμένος από κάθε είδους αισθητική παιδεία, δεν μπορούσε να συγρίνει το πολυφωνικό ψάλσιμο με το παραδοσιακό βυζαντινό μέλος, όπως έκαναν πολλοί, όψιμοι λάτρεις της παράδοσης, που ενοχλούνταν, και απλά απολάμβανε τη μουσική, ενώ άλλοτε χαχάνιζε δυνατά, πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στο ευσεβές εκκλησίασμα, που τον επιτιμούσε με πύρινα βλέμματα. Γενικά, του άρεσε να βρίσκεται στις ακολουθίες. Ίσως γιατί, μην μπορώντας να κατανοήσει τα κηρύγματα, παρέμενε μακάριος.

Όλοι του φέρονταν καλά και τον συμπαθούσαν, εκτός του Γαβριήλ, που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έδειχνε ιδιαίτερη αυστηρότητα προς το Βάνια, ο οποίος την υπέμενε αγόγγυστα. Και καθώς ο Γαβριήλ ήταν ο προεστώς, οι άλλοι κληρικοί δεν τολμούσαν να του πουν και τίποτε. Μόνο ο παπα-Δημήτρης, εξηνταπεντάρης πια, ένας κυρτός από τα νιάτα του ανθρωπάκος, χήρος και μη δυνάμενος να ξαναπαντρευτεί, με βλέμμα σκοτεινιασμένο, αλλά πονετικό, προσπαθούσε να τον πάρει με το καλό και να τον πείσει να είναι πιο ανεκτικός με το καημένο το παιδί. Αλλά του κάκου: Ο Γαβριήλ δεν έπαιρνε από λόγια και συνέχιζε να ξεθεώνει τον φτωχό Βάνια στη δουλειά, να μην του λέει ούτ' έναν καλό λόγο ποτέ, και να εκδηλώνει ποικιλοτρόπως τη δυσφορία του, όταν ο μικρός, με την αδεξιότητά του, τύχαινε να κάνει καμμιά ζημιά. Ίσως ο Γαβριήλ να έβλεπε την μακαριότητα του μικρού, το πόσο απλά και χαρούμενα συμπεριφερόταν στη Λειτουργία, και να ζήλευε ενδομύχως, μην τολμώντας να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Εκείνος, παρά την άψογη θεολογική του κατάρτιση (δεν θα πω "γνώση"), παρά το σχήμα, τα άμφια και τα πετραχήλια, συνήθως έπληττε, ή και δυσφορόυσε. Και το έβλεπες αυτό, στο μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπό του. Ή ίσως, όπως συμβαίνει συχνά, να είχε βρει εύκολο θύμα, μη δυνάμενο να αμυνθεί, στο οποίο μπορούσε να ξεσπά άφοβα και να επιβεβαιώνει την εξουσία του.
Τις οίδε; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, της ψυχής των παπάδων, όπως και οποιουδήποτε άλλου, μη εξαιρουμένης.


Mετά το «Χριστός Ανέστη» και τα «Ως εκλείπει καπνός εκλειπέτωσαν, ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός» και τα τοιαύτα, λίγο πριν επανέλθουν, εν πομπή και παρατάξει, στο ναό, ο σκυφτός πάντα και μικροκαμωμένος πατήρ Δημήτριος παρεκάλεσε το εκκλησίασμα να μείνει, ώστε «…να γιορτάσουμε όλοι μαζί, να χαρούμε την Ανάσταση του Κυρίου.»

Σε ποια χαρά αναφερόταν, άραγε, με τη μακρόσυρτη φωνή, τα μονίμως χαμηλωμένα μάτια, την κάθε του κίνηση να αποπνέει κατάθλιψη; Δεν το ξέρω.
Όπως και να έχει, συμπαθέστερος ήταν από τον πατέρα Γαβριήλ, όλο ηθική και νόμο να επικαλείται, που χρονιάρα μέρα βρήκε να βάλει αυστηρό επιτίμιο στο Βάνια να μην κοινωνήσει- τι έφταιγε το έρμο, είχε όλο στο νου του τον Αλή, που του τον ξέκαναν άσπλαχνα, και σαν άκουσε κάποια από τις κυρίες να εκφράζεται με βδελυγμία για τα αδέσποτα της περιοχής, άρχζε να φωνάζει θυμωμένος στα Ρώσσικα. Επιπλέον, του έφυγε το καντήλι που καθάριζε απ’ τα χέρια, έπεσε κι έγινε θρύψαλα.

Είχε παραγγείλει η μάνα του στον κυρ-Αντώνη να τον κρατήσει στην Αναστάσιμη λειτουργία, μια και εκείνη ξενοδούλευε ως αργά, ακόμα και Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ήταν όμορφη γυναίκα ακόμα, αν κι οι Ρωσσίδες σπάνε εύκολα. Όταν είχαν πρωτοέρθει στη γειτονιά πριν δέκα χρόνια, χάρη στη φιλανθρωπία μιας άκληρης πλούσιας κυρίας, που της παρείχε χώρο κι έα πιάτο φαγητό για να τη φροντίζει, κάτι σκίρτησε στην καρδιά του κοτσωνάτου κυρ-Αντώνη, που είχε μείνει γεροντοπαλήκαρο, κι ένα βράδυ που είχε πιει ένα-δυο ούζα παραπάνω, την εστρίμωξε – πλην, ανεπιτυχώς: σαν είδε στα μάτια της την απογοήτευση και μια σπίθα θυμού, ζαλίστηκε, ψέλλισε ένα «συμπάθα με» κι έκανε πίσω. Το ίδιο βράδυ, είδε σεβάσμια μορφή στον ύπνο του- κι άλλοτε είχε ιδεί τον ίδιο άγνωστο γέροντα- να του λέει «Μπαρμπ’ Αντώνη, είμαι στεναχωρεμένος, και τα σημερινά σου καμώματα δεν είναι σαν κι αυτά που κουβεντιάζουμε άλλες φορές. Σοβαρό είναι εκείνο που πήγες να κάμεις απόψε». Ξύπνησε με φριχτό πονοκέφαλο και μια γεύση χωματίλας, κι από τότε πάντα επρόσεχε την Γκαλίνα και τον Βάνια, πάντα τους έδινε όσα χρήματα μπορούσε από τα ελάχιστα δικά του, προσπάθησε να μάθει λίγα ελληνικά στο παιδί, ίσα να συνεννοείται, και σιγά-σιγά η Γκαλίνα τον ξαναεμπιστεύτηκε, μα εκείνος δεν επέτρεψε ποτέ ξανά οικειότητες στον εαυτό του μαζί της. Ούτε κι άγγιξε ούζο ποτέ.


Ο Βάνιας δεν καταλάβαινε βέβαια τα ιερά γράμματα. Καθόταν παράμερα και τον είχε πάρει το παράπονο που δεν θα κοινωνούσε, κι ήταν και λίγο θυμωμένος. Χαζός-χαζός, όμως κάτι έπιανε από τον κατηχητικό του Χρυσοστόμου, που ως συνήθως και ως μη όφειλε αναγνώστηκε μετά την Θεία Κοινωνία, με ύφος ολότελα αταίριαστο προς το πνεύμα του κειμένου, και που μέσες-άκρες του τον είχε εξηγήσει, όσο μπορούσε, ο κυρ-Αντώνης δυο μέρες πριν. Σαν ο πατήρ Γαβριήλ ξεκίνησε το- αναπότρεπτο, και μάλλον αθεολόγητο,- κήρυγμά του, μετά το Κοινωνικό, τρύπωσε στο ιερό, έκαμε τρεις αδέξιες μετάνοιες, έπιασε το Ποτήριο και κοινώνησε μόνος του των Αχράντων Μυστηρίων. Ο κυρ-Αντώνης επήγε εκείνη την ώρα να σβήσει κάποια κεριά στο μανουάλι που έγερναν επικινδύνως, έπιασε την κίνηση με την άκρη του ματιού, πλησίασε και τα είδε όλα. Ετρόμαξε, έκανε να μπει να πει κάτι στο παιδί, του φάνηκε θρασεία και βλάσφημη η πράξη του, αλλά τότε τον είδε το Βάνια να κάμει πάλι στρωτές τις μετάνοιες του, να κοιτά προς την Πλατυτέρα ντροπαλά, να νεύει ναι με το κεφάλι, κι έπειτα πάλι να κοιτά και να σκάει ένα ολόφωτο χαμόγελο, μέσα απ΄ τα θεόστραβα δόντια του. Τι να κάνει ο κυρ Αντώνης, έκαμε πως δεν είδε τίποτα, «ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Δέσποτα Χριστέ, ο αναστάς εκ νεκρών», μουρμούρισε, παραλάσσοντας το σύνηθες. Το γεγονός δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, μια και ο κυρ Αντώνης δεν είπε κουβέντα σε κανέναν - ούτε κι ο Βάνιας, βέβαια.

Λίγο καιρό μετά, η Γκαλίνα έφυγε με το μοναχογιό της για την Γερμανία, όπου είχε συγγενείς που φρόντισαν να τις βγάλουν τα απαραίτητα χαρτιά. Μετά λίγους μήνες, ο κυρ-Αντώνης έφυγε κι αυτός από την Αθήνα και γύρισε στο χωριό του. Δεν είχε τίποτα πια να τον συνδέει με την πόλη. Οο Βάνιας, που ήταν ό,τι πλησιέστερο είχε ποτέ σε παιδί κι εγγόνι, έφυγε μακριά, ήξερε πως δεν θ’ αντάμωναν ξανά σε τούτον τον κόσμο. Είχε νοσταλγήσει το φτωχικό καλύβι του – το μόνο περιουσιακό στοιχείο που του είχε απομείνει, μαζί μ’ ένα μικρό χωραφάκι- και πήγε να τελειώσει τις ημέρες του στις ρεματιές του τόπου του.

Ο θρασύδειλος φονιάς του Αλή δεν έγινε ποτέ γνωστός στα μάτια των ανθρώπων.

Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε.


Η ιστορία είναι, βέβαια, γέννημα της φαντασίας μου. Μόνο πραγματικό στοιχείο, η ύπαρξη ενός χαζούλη νεαρού που βοηθούσε όντως τους νεωκόρους σε ναό μεγαλοαστικής Αθηναϊκής γειτονιάς, και που κάποτε είχε –καλώς ή κακώς- το θράσος να μεταλάβει μονάχος του, όταν του το αρνήθηκε –καλώς ή κακώς- ο ιερέας. Όλ’ αυτά πριν δέκα-δεκαπέντε χρόνια.

Η ζωγραφιά είναι της Μυρτώς Δεληβοριά. Ελπίζω να μου συγχωρέσει που τη δημοσιεύω χωρίς την άδειά της.