Η καλύβα του Παππού: 11 Απρ 2007

11 Απρ 2007

Το Πάσχα του δασκάλου

Απρίλης, και η άνοιξη έμπαινε σιγά-σιγά στην πολιτεία. Δεν ένιωσε την αλλαγή στον τρόπο που κυλούσαν οι μέρες, η καθεμιά ίδια κι απαράλλαχτη με όλες τις πριν και όλες τις μετά.







Εκείνο το απόγευμα έλαβε το τεύχος ενός φιλολογικού περιοδικού, το οποίο διάβαζε ανελλιπώς κάποτε, και του οποίου είχε υπάρξει συνεργάτης πριν χρόνια. Συνήθως πια απλώς το ξεφύλλιζε, αλλά τώρα έκατσε και διάβασε λίγα ποιήματα. Για τα μεγαλύτερα σε έκταση κείμενα, κριτικές και τα τοιαύτα, ούτε λόγος: τα πιο πολλά τα βαριόταν αφόρητα, έτσι όπως ήταν γραμμένα - αναλύσεις επί αναλύσεων και αφόρητη πόζα. Ένας σωρός εμβριθείς αρλούμπες για να ειπωθούν, τελικά, τα απολύτως προφανή - και αν.
Διάβασε μερικά και τέλος πρόσεξε ένα:

Ανώφελες μέρες.
Στον κήπο πήλινα λουλούδια και ταριχευμένα ζώα.
Κι έξαφνα πέρασε ένα γυμνό κορίτσι,
δροσερό σαν πρώτο φως,
κι όλα ζωντάνεψαν.

Έμεινε να ξαποστάσει λίγο,

Καθρεφτίστηκε στο βλέμμα μου,
Και μ’ ένα γέλιο ανέμελο,
Είδε ότι την κοιτούν,
Και χάθηκε όπως ήρθε.

Τώρα,
Σκυλιά, χλωμά του πόθου
Γαβγίζουν το φεγγάρι,

Τα δέντρα αιμορροούν
Στο φύσημα του ανέμου.


Δεν του φάνηκε και σπουδαίο, ούτε και στους συντάκτες. Πολύς μελοδραματισμός στην τελευταία στροφή- σκυλιά που γαβγίζουν και δέντρα που ματώνουν! Εφηβικά πράγματα. Είχε γίνει πιο δύσκολος μεγαλώνοντας.
Του άρεσαν μόνο τα πήλινα λουλούδια, κι εκείνο το γυμνό κορίσι, το δροσερό σαν πρώτο φως – αυτός ναι, ήταν καλός στίχος. Το διάβασε άλλη μια φορά.
Φυλλομέτρησε λίγο και πέτυχε ένα απόσπασμα από την «Έρημη Χώρα», σε καινούργια μετάφραση, κάποιου φερέλπιδος νέου μεταφραστή:

Φίλε μου, αίμα που την καρδιά μου ανακινείς!
Η φοβερή η τόλμη μιας στιγμής παραδομού,
Που ένας αιώνας φρόνησης ποτέ δεν θ’ αναιρέσει.
Μ’ αυτήν,
Μ’ αυτήν και μόνο

Έχουμε υπάρξει,
Που στις νεκρολογίες μας
Δε θα βρεθεί ποτέ,
Σε έγγραφα που κάλυψε η ελεούσα αράχνη
Ή κάτω απ’ τις σφραγίδες, που θρυμμάτισε
Ο ισχνός συμβολαιογράφος
Στις αδειανές μας κάμαρες.

Έκατσε κι άναψε τσιγάρο.

Το βράδυ ονειρεύτηκε πως κολύμπαγε, σε μια γαλάζια, καθάρια θάλασσα.
Άκουσε το γέλιο της για μια στιγμή, γύρισε. Τον πλησίαζε με ήρεμες απλωτές, και ύφος παιχνιδιάρικο. Σε μια στιγμή τον ζύγωσε, και με μια απότομη κίνηση τινάχτηκε στ’ ανάσκελα, αποκαλύπτοντας το εξαίσιο στήθος της. Στο υγρό της δέρμα, αστραποβολούσε το φως.
Μαγεύτηκε, άρχισε να παραληρεί, χάζευε το φεγγοβόλο στήθος, υμνούσε «τον κόρφο της άνοιξης», ούτε ήξερε τι έλεγε, ώσπου εκείνη, χαμογελώντας, τον αγκάλιασε και τον τράβηξε πάνω της.

Σαν ξύπνησε, μια γλυκιά ευφροσύνη απλωνόταν σε όλο του το κορμί.
Ήταν καλοκαίρι όταν τη γνώρισε. Είχαν περάσει χρόνια, κι ακόμα τη σκεφτόταν. Όμορφη. Στ’ αλήθεια, ό μ ο ρ φ η.
Μαζί της έζησε τον παράδεισο. Αλλά έμελλε να κρατήσει λίγο. Πόνεσε. Στην αρχή τη μίσησε, για να μη μισήσει τον εαυτό του, κι έπειτα μίσησε το ίδιο το είναι του, μην αντέχοντας να μισεί εκείνη. Κι έπειτα, ξέχασε έρωτες και χαρές και αρκέστηκε στα λίγα, και ασφαλή.

Όταν βεβαιώθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, πως ήταν μόνο όνειρο, σηκώθηκε παραζαλισμένος.

Πήγε στη δουλειά με το ζόρι, κι ίσα που κατάφερε να ξεχαστεί λίγο. Αλλά ήταν αφηρημένος˙ οι ταραξίες της τάξης αλώνισαν κανονικά, κι ούτε που προσπάθησε να κάνει κάτι για να επιβάλλει λίγη ησυχία.

Σαν γύρισε σπίτι, παραξενεύτηκε: κατάλαβε πως είχε, όλη μέρα, τη μυρωδιά από τα μαλλιά της στα ρουθούνια του.
Δεν έβαλε να φάει, δεν πεινούσε. Ξεκλείδωσε με νευρικά χέρια το συρτάρι που φύλαγε τα παλιά γράμματα.
Λίγο μετά βρήκε εκείνο που έψαχνε. Το τελευταίο της γράμμα.


«….δεν ξέρω ποιος φταίει, ούτε αν φταίει κάποιος, ούτε αν έχει νόημα να ψάχνουμε το φταίχτη.
Να ξέρεις πως λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσουμε. Είμαστε τα ίδια χάλια κι οι δυο, το ίδιο σακάτηδες, κι αυτό, αυτό που παλιά λέγαμε πως έδινε δύναμη στη σχέση, τώρα είναι η καταστροφή της. Το είχες πει-να το ‘χες προβλέψει, άραγε; - σ’ εκείνο το ποίημά σου:

Υπάρχουμε μονάχοι.
Στα φωτεινά μόνο διαλείμματα

Αγγιζόμαστε.
Νήπια χαμένα σε δάσος βιαστικών
Ενήλικων βημάτων,
Γκρινιάρικα,
Πικρόχολα,
Ουρλιάζοντας,

Απαιτώντας,
Επαιτώντας,
Σπάζοντας όλα τα δώρα μας κάτω απ’ το δέντρο των Χριστουγέννων,
«Εγώ» που πρήστηκαν
Και απλώνονται στο χώρο,

Στο αιωνίως αδικημένο κέντρο του κόσμου,
Αναζητώντας μανιακά το αστείρευτο
Στήθος.

Φεύγεις τώρα. Δεν κοιτάς πίσω.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα
Στην γκριζωπή αποβάθρα,
Ο αέρας στροβιλίζει κιτρινισμένα φύλλα εφημερίδων
Με νέα του περασμένου αιώνα

Κι εγώ τρέχω για να προλάβω
Το τελευταίο τραίνο
Για το Νότο.

Ξέρεις καλά πως πάντα πίστευα πως δεν τα καταφέρνεις και πολύ στην ποίηση. Σαν να προσπαθούσες να υποδυθείς κάποιον άλλο, αλλιώτικο απ’ αυτόν που είσαι εσύ. Αλλά αυτό, είτε στέκει ως ποίημα, είτε όχι, μου μίλησε. Ήταν αληθινό. Έτσι ήμαστε.

Συγχώρα με που φεύγω. Κάποιος έπρεπε να το τολμήσει.
Σε φιλώ.»

Ξάπλωσε βαρύς. Πώς γίνεται, πάλι και πάλι, άνθρωποι με καλές προθέσεις, να πάνε να φιληθούν και να δαγκώνονται;
Η καμπάνα της γειτονικής εκκλησιάς άρχισε να χτυπά, δυνατά και εκνευριστικά. Βλαστήμησε και έκρυψε το κεφάλι του κάτω απ’ το μαξιλάρι.

Την είδε από απόσταση. Σκέφτηκε να την πλησιάσει, αλλά τον πρόλαβε μια γριά, που της ζήτησε να την βοηθήσει ν’ ανέβει μια ανηφόρα. Εκείνη προθυμοποιήθηκε κι άρχισαν την ανάβαση. Άρχισε ν’ ανεβαίνει παράλληλα, ακολουθώντας τες με το βλέμμα. Ο δρόμος τους ήταν ομαλός, ο δικός του όλο χαλάσματα κι εμπόδια που έπρεπε να σκαρφαλώνει. Έφτασαν ταυτόχρονα στην κορυφή, όπου έχασκε ένας φρεσκοσκαμμένος τάφος. Η γριούλα μπήκε μέσα, κι ο τάφος την άλλη στιγμή ήταν κλειστός. «Ίσως ήταν ήδη νεκρή, ίσως ήταν μόνο ένα φάντασμα», είπε απορημένο το κορίτσι. Ο τάφος ήταν τώρα κλεισμένος με ταφόπλακα, είχε χαραγμένα δυο ονόματα πάνω. Προσπάθησε να τα διαβάσει, δεν μπόρεσε. Αλλά ήξερε, ήξερε πως στον τάφο κοιμούνταν δυο άνθρωποι, που σαν πεθάνανε, τους έθαψαν μαζί.

Ξύπνησε απότομα, με το που τέλειωσε τ’ όνειρο.
Σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή να καπνίσει – δεν είχε χαράξει ακόμα.


Μπήκε η Μεγάλη Βδομάδα. Ένιωθε βαρύς και θλιμμένος. Πέρναγε τις ώρες κάνοντας μοναχικούς περιπάτους κι όταν καθόταν σπίτι, διόρθωνε γραπτά.
Τη Μεγάλη Παρασκευή σηκώθηκε κατά τις δέκα. Όλο το πρωί διόρθωνε. Αργά το απόγευμα βγήκε για μια βόλτα και τράβηξε τον πάνω δρόμο, έξω απ' την μικρή πολιτεία. Η άνοιξη κυριαρχούσε γύρω, παντού. Τόση ομορφιά! Κι αυτός, βυθισμένος πάντα στον εαυτό του, στις σκέψεις του, την πίκρα, τις ενοχές του. Ανίκανος να δει, ανίκανος να γευτεί.


Είδε ένα ξωκλήσι που άσπριζε στην πλαγιά˙ άκουσε την πένθιμη καμπάνα, ζύγωσε και μπήκε. Τέσσερα-πέντε γεροντάκια κάθονταν στα στασίδια, ένας υπέργηρος ιερέας θυμιάτιζε. Δεν προσκύνησε Σταυρό, ούτ’ Επιτάφιο. Στάθηκε σε μια γωνιά, έκατσε λίγο μετά σ’ ένα στασίδι και νανουρίστηκε από την μονότονη φωνή του αναγνώστη. Τον πήρε λίγο ο ύπνος, ώσπου τον ξύπνησαν τα λόγια: Δος μοι τούτον τον Ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω... Ξένος! Κι αυτός, ξένος δεν ήταν; Ξένος στην πολιτεία, ξένος στο σχολείο που δούλευε... Δος μοι τούτον τον ξένον, ον ξενίζομαι βλέπων του θανάτου το ξένον... Ξένος για τους «πνευματικούς» ανθρώπους της δουλειάς του - αφόρητα επιτηδευμένοι, εστέτ μέχρι αηδίας και νάρκισσοι, νάρκισσοι, νάρκισσοι, τους σιχάθηκε κι έφυγε, κι έτσι προτίμησε να διοριστεί στην επαρχία καθηγητής.... Δος μοι τούτον τον ξένον, όστις οίδεν ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους… Ξένος για την οικογένειά του, ξένος για τους παλιούς του φίλους, ξένος στον έρωτα, ξένος τώρα για 'κείνη, ξένος για τις άλλες γυναίκες που τον αγάπησαν και δεν μπόρεσε να τους δώσει πίσω την αγάπη που πήρε, ούτε και να χορτάσει απ’ τη δικιά τους.... Δος μοι τούτον τον ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη... Ξένος για τους επιβλητικά μίζερους ανθρώπους της θρησκείας, που του γυρνούσαν τ' άντερα, ξένος για όλους, ξένος για όλα, ξένος και άγνωστος για τον ίδιο τον εαυτό του, που τον έβλεπε στον καθρέφτη κι απορούσε κι έφτυνε.
Σηκώθηκε κι ακολούθησε κι αυτός την μικρή πορεία των γερόντων, που περιέφεραν τον επιτάφιο γύρω απ’ τον μικρό και ταπεινό ναϊσκο.

Λίγο μετά έφυγε και περπάτησε για ώρα πολλή στην εξοχή, ώσπου νύχτωσε και φάνηκαν τ’ αστέρια. Γύρισε σπίτι αργά.

Σηκώθηκε νωρίς, να πάει στην Πρώτη Ανάσταση, όπως όταν ήταν παιδί, που τον έπαιρνε ο παππούς απ' το χέρι και πήγαιναν, και στην αρχή βαριόταν και τον έπαιρνε ο ύπνος, αλλά κοιμότανε σαν πουλάκι 'κει μέσα, κι έπειτα μια γλύκα τον τύλιγε, μεταλάβαινε κι ανάσαινε πιο λεύτερα από πριν. Όλα τούτα πριν μεγαλώσει, πριν έρθουν οι σιωπηρές και οι ηχηρές μομφές των ανθρωπαρέσκων, πριν έρθει η σκοτεινιά τους κι η κομπορρημοσύνη τους κι η έχθρα τους για το κορμί, η υποκρισία κι οι μηχανορραφίες τους, και τον κάνουν να βλαστημήσει και να μην ξαναπατήσει σ' εκκλησιά.

Έφτασε κι έσπρωξε την πόρτα για να μπει. Παράξενο, έπρεπε ήδη να είχαν μπει στη λειτουργία, μα η εκκλησιά ήταν άδεια, δεν υπήρχε παπάς, ούτε άλλος κανείς, μόνο ο ήχος των διστακτικών βημάτων του στις πλάκες.
Βγήκε, και είδε με απορία πως είχε νυχτώσει. Περπάτησε άσκοπα και λίγο μετά βρέθηκε σε μια πλατεία, σκοτεινή, μεγάλη και βρόμικη, με πολλούς ανθρώπους να περιφέρονται, άλλοι να στέκουν μαζεμένοι γύρω από φωτιές, άλλοι να κοιτούν ικετευτικά, άλλοι ν' απαντούν στο απορημένο του βλέμμα με καχυποψία. Άκουσε φωνές απ' τα δεξιά, γύρισε κι είδε τρεις αγριωπούς άντρες να έχουν στριμώξει ένα γέρο στη γωνιά, κάποιος τον τράνταζε κρατώντας τον απ' τα πέτα, τρόμαξε, έκανε να τρέξει κατά 'κεί, κοκάλωσε, κατάπιε τις τύψεις για τη δειλία του κι έστριψε. Περιπλανήθηκε ώρα, ένας χοντρός νταβατζής τον ζύγωσε, του έδειξε την «πραμάτεια» του να διαλέξει, τα κορίτσια χαμογέλασαν ναζιάρικα, μα τα μάτια τους ήταν σαν της γάτας που τη στρίμωξαν στη γωνία. Έγνεψε «όχι» λυπημένα, είπε στις κοπελιές πως δεν ζητά τίποτα τέτοιο, έφυγε.
Και τότε είδε μπροστά του το νεκροταφείο, στο κέντρο της μεγάλης πλατείας. Πλησίασε απορημένος, κι είδε ανάμεσα στα μνήματα την Τράπεζα, και τον ιερέα να υψώνει το Ποτήριο, κι όλα φωτισμένα αχνά, σαν από φως αθέατων κεριών. «Ώστε εδώ είναι που τελείται η Λειτουργία!», αναφώνησε έκπληκτος και ξύπνησε.

Μεγάλο Σάββατο ανέβασε λίγο πυρετό κι έμεινε στο κρεβάτι, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, για ώρες πολλές. Είδε παράξενα όνειρα, δεν τα καλοθυμόταν μετά, και τρεις φορές ξύπνησε κλαίγοντας.

Η ανάπαυση του έκανε καλό, την άλλη μέρα ξύπνησε με πιο πολλή όρεξη κι αποδέχτηκε ευγενικά την πρόσκληση κάποιων συναδέλφων από το σχολείο, που τον σκέφτηκαν, μη φάει μόνος του, χρονιάρα μέρα, κι ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του. Περιέργως, ένιωθε πιο ήρεμος απ' όσο είχε να νιώσει εδώ και καιρό.


Στο τέλος εκείνης της σχολικής χρονιάς, έφυγε με μετάθεση γι' αλλού. Συγκινήθηκε σαν είδε πόσοι τον συμπαθούσαν, σε πόσους θα έλειπε και δεν το είχε ποτέ καταλάβει. Κι αυτό που τον τάραξε και τον εξέπληξε πιο πολύ απ’ όλα, ήταν η έκδηλη συγκίνηση με την οποία τον αποχαιρέτησαν κάποιοι από τους μαθητές του – όχι εκείνοι που διάβαζαν, οι επιμελείς, «τα καλά παιδιά». Απεναντίας, εκείνα τα στουρνάρια που δεν ξέρανε «άλφα», κι οι ταραξίες, κι εκείνη η κοπελίτσα με τους χαλκάδες, που όλοι πουτανάκι την ανέβαζαν και πουτανάκι την κατέβαζαν, εκείνη που είχε γλώσσα χειρότερη από νταλικέρη – εκείνη που έσκυβε, κάνοντας δήθεν πως γράφει, πασχίζοντας να κρύψει τα βουρκωμένα της μάτια, όταν τα Χριστούγεννα τους είχε διδάξει τον «Έρωτα στα Χιόνια». Όλοι όσοι ήσαν και ένιωθαν «Ξένοι». Όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να θυμηθεί ποιο ήταν το καλό που είχε κάνει γι’ αυτά τα παιδιά, ένιωσε πως του χάριζαν ένα δώρο που δεν άξιζε. Ήταν τόσο χωμένος στον εαυτό του, που δεν μπορούσε να παρατηρήσει πόσο άσχημα τους φέρονταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοι – τουλάχιστον αυτός, αν μη τι άλλο, κι αν δεν τους είχε κάνει κανένα μεγάλο καλό, δεν τους έκανε ποτέ κανένα κακό.


Το πώς κύλησε η ζωή του από 'κει και μετά, κανείς δεν το ξέρει. Κάποιοι από τους μαθητές, που δεν τους έμελλε ποτέ να ξεφύγουν από την επαρχία και παρέμειναν στη μικρή πολιτεία όλη τη ζωή τους, αναρωτιούνταν καμμιά φορά τι απέγινε. Άλλος είπε πως μάλλον θα παραιτήθηκε, κι ένας τον είδε, λέει σ' ένα ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό. Κάποιος τρίτος είπε πως μάλλον θα καλογέρεψε, κι ένας που τον συνάντησε στην Αθήνα - ένα παράξενο και λιγομίλητο παιδί, που του είχε μεγάλη αδυναμία, και στενοχωριόταν πολύ όταν οι άλλοι μαθητές κορόιδευαν το «δάσκαλό του»- είπε πως του φάνηκε σαν να 'χε γεράσει και να 'χε ξανανιώσει ταυτόχρονα - αλλά σ’ αυτόν τον τελευταίο δεν έδωσε κανείς και πολλή σημασία, τον είχαν πάντα για κομμάτι αλαφροίσκιωτο.

Ποιος τον ξέρει, ίσως να βρήκε το δρόμο του, για 'κει που το γλυκύ, πράο νέι των ξεπεσμένων ντερβισάδων κρατά το ίσο στην ψαλμωδία των γερο-μπεκρήδων, των σαβανωμένων με χιόνι.

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο "Φιλοξενείο" - ταριαστό, μια και ο ιστοχώρος που δημιούργησε η "Οίστρος" φτιάχτηκε ακριβώς για να δώσει στέγη και φωνή σ' όλους εμάς, τους (παρα)ξενους bloggers.
Αφιερωμένο από καρδίας στους λίγους πραγματικούς δασκάλους που ευτύχησα να συναντήσω στη μαθητική μου ζωή: Το Σταύρο, το Γιάννη και -κυρίως- το Δημήτρη.