Η καλύβα του Παππού: 2 Οκτ 2007

2 Οκτ 2007

Μπουλντόζες στην υπηρεσία της Νέας Μεγάλης Ιδέας



Επιθετικό, κυριαρχικό, αιχμηρό, υπερφίαλο, στομφώδες: Αυτοί είναι οι χαρακτηρισμοί που μου έρχονται αβίαστα σαν βλέπω από κοντά το νέο μουσείο, το οποίο θα στεγάσει τα γλυπτά του Παρθενώνα. Μην απατάσθε: Στις φωτογραφίες δεν δείχνει τόσο άσχημο, μόνο και μόνο λόγω κλίμακας.
Kαι είναι ειρωνικό, το πόσο αυτό το κατασκεύασμα έρχεται σε κραυγαλέα αντίθεση με το μέτρο που τόσο ιδιοφυώς χαρακτηρίζει τον Παρθενώνα, τα γλυπτά του οποίου πρόκειται να στεγάσει.

Υπάρχει, βεβαίως η πιθανότητα εγώ να είμαι απολίτιστος και να μην μπορώ να εκτιμήσω την ιδιοφυή σύλληψη του κ. Μπερνάρ Τσουμί. Αλλά δεν το νομίζω.

Κάνοντας έναν περίπατο στου Μακρυγιάννη και βλέποντας άξαφνα να προβάλλον πίσω από τα κτίρια οι τόσο επιθετικές γωνίες του Νέου Μουσείου, νόμιζα ότι γίνομαι μάρτυρας επιδρομής εξωγήινων.

Δεν αμφιβάλλω ότι εσωτερικά το νέο μουσείο θα είναι άρτιο, ενδεχομένως και εξαίρετο. Αλλά το μέγεθος και η επιθετικότητά του, με τα διασταυρούμενα επίπεδα και τις απειλητικές γωνίες, καταπιέζει ό,τι βρίσκεται πλάι του.


Ίσως κάπου αλλού, έχοντας χώρο να ανασάνει, να έδειχνε καλύτερο.

To παρασκήνιο του διαγωνισμού και η προϊστορία της υπόθεσης «Νέο Μουσείο Ακρόπολης» έχουν αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον. Όπως έγραφε και ο «Ιός» της Ελευθεροτυπίας το 2002, μόλις δηλαδή είχε πάρει την πρωτιά στο διαγωνισμό ο πολύς κ. Τσουμί:

(….) Αυτό που ο μεγάλος αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος είχε αποκαλέσει «ύβρι προς την Ακρόπολη» ετοιμάζεται πυρετωδώς. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης χτίζεται στον πιο ακατάλληλο χώρο, κάτω από συνθήκες που θυμίζουν το παλαιό εκείνο έτος 1970.

(….) Κάτω από το συνθλιπτικό βάρος των δύο σύγχρονων «μεγάλων ιδεών» του έθνους, δηλαδή της Ολυμπιάδας του 2004 και της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, οι εύλογες αντιρρήσεις κάμπτονται και αυτά που δεν θα τα συζητούσαμε καν πριν από λίγα χρόνια, τώρα επιβάλλονται ως αναγκαία κακά και μάλιστα επείγοντος χαρακτήρα. Αλλά τι να πει κανείς, όταν ακόμα και ο ίδιος ο Μπερνάρ Τσουμί, ο νικητής του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, είχε συνυπογράψει πριν από πέντε χρόνια κείμενο διαμαρτυρίας είκοσι αρχιτεκτόνων και πανεπιστημιακών από όλο τον κόσμο, οι οποίοι ζητούσαν από την ελληνική κυβέρνηση να επανεξετάσει την απόφασή της και να μην προχωρήσει στην εγκατάσταση ενός μεγάλου μουσείου στη θέση Μακρυγιάννη; Το σημαντικό αυτό κείμενο, το οποίο συνέταξε ο διάσημος βρετανός καθηγητής στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια Κένεθ Φράμπτον, φέρει ημερομηνία 28/4/1997 και έχει κατατεθεί επισήμως στο υπουργείο Πολιτισμού. Με σοβαρά επιχειρήματα, οι επιστήμονες διεθνούς κύρους ζητούσαν από το ελληνικό κράτος «να σταματήσει την παρούσα πολιτική του, δηλαδή την πολιτική της με κάθε τίμημα ανέγερσης του κτιρίου στην τοποθεσία Μακρυγιάννη». Ο κ. Τσουμί, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, κατά την πρόσφατη παρουσίαση της μελέτης του, εμφανίστηκε να μη θυμάται την υπόθεση αυτή και να αμφισβητεί το γεγονός ότι έχει συνυπογράψει.

(…) όμως, αποδείχτηκε εκ των υστέρων, στο μυαλό των παραγόντων του υπουργείου Πολιτισμού δεν υπήρχε παρά μόνο η λύση Μακρυγιάννη. Στο διαγωνισμό πήραν μέρος 438 αρχιτεκτονικά γραφεία από όλο τον κόσμο. Με συνοπτικές διαδικασίες ξεκαθαρίστηκαν τα πολλά και μέσα σε τρεις μέρες επιλέχθηκε η λύση των ιταλών αρχιτεκτόνων Μανφρέντι Νικολέτι και Λούτσιο Πασαρέλι. Υπολογίζεται ότι για κάθε μελέτη οι κριτές δαπάνησαν τέσσερα (4) μόλις λεπτά. Πολύ γρήγορα, η υπόθεση σκόνταψε στα αρχαιολογικά ευρήματα, στο υπέρογκο κόστος των απαλλοτριώσεων και στο σταθμό του μετρό που άρχισε να κατασκευάζεται στα όρια του ίδιου χώρου. Εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι οι υπεύθυνοι του υπουργείου απέφυγαν να δώσουν στους διαγωνιζόμενους το στοιχείο ότι εκεί επρόκειτο να χτιστεί ο σταθμός του μετρό. Μέχρι να τελειώσει ο διαγωνισμός καθυστέρησε η έναρξη των εργασιών του μετρό, με αποτέλεσμα στη συνέχεια να διεκδικήσει (και να πάρει) σημαντική αποζημίωση η εταιρεία κατασκευής του. Με τα νέα δεδομένα έπρεπε να αναθεωρηθεί και η αρχική μελέτη των Ιταλών, επιβαρύνοντας ακόμα περισσότερο το αρχικό κόστος.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο με την απόφαση 2137 (24 Σεπτεμβρίου 1993) έκανε δεκτή την προσφυγή του ΣΑΔΑΣ και ακύρωσε το διαγωνισμό.
Η κυβέρνηση, όμως, δεν είχε πει τον τελευταίο της λόγο. Η υπόθεση «ιδιωτικοποιήθηκε». Συγκροτήθηκε ειδικός οργανισμός ιδιωτικού δικαίου, ο «Οργανισμός για την Ανέγερση του Νέου Μουσείου Ακρόπολης» (ΟΑΝΜΑ), ο οποίος ανέθεσε απευθείας το έργο στους δύο ιταλούς αρχιτέκτονες. Και ενώ η υπόθεση προχωρούσε -ακόμα μια φορά- προς την τελική της ευθεία, ξαφνικά το έργο σταμάτησε, οι Ιταλοί αποζημιώθηκαν και αποχώρησαν.
Οι Ιταλοί, όπως και οι 437 διαγωνιζόμενοι, είχαν τη διαβεβαίωση ότι μπορούν να χτίσουν άφοβα πάνω στα αρχαία. Στην προκήρυξη του διαγωνισμού του 1989-90 διαβάζουμε: «Υστερα από την αρχαιολογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε και με τη σύμφωνη γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το οικόπεδο Μακρυγιάννη θεωρείται ότι έχει εξαντληθεί ανασκαφικά και ότι μπορεί να αποδοθεί ελεύθερο για την ανέγερση του
Μουσείου». Προτού, όμως, καλά καλά σκεπάσουν την ανασκαφή, πέρασε από δίπλα ο Μετροπόντικας και αποκάλυψε την αλήθεια. Ο χώρος αυτός περιέχει σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία δεν επιτρέπεται να καταστραφούν στο όνομα καμιάς «μεγάλης ιδέας».
Το ομολογεί η προκήρυξη του πρόσφατου διαγωνισμού (2000-2001): «Μεσολάβησε μια απρόοπτη εξέλιξη, η οποία ανέτρεψε τον αρχικό προγραμματισμό. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν ενόψει της κατασκευής του έργου απεκάλυψαν τμήμα της πόλης του 1ου-7ου μ.Χ. αιώνα. Τα αρχαία που βρέθηκαν στο οικόπεδο του μουσείου αποδείχθηκαν σε σημασία πέραν από τις αρχικές προβλέψεις».
Για να ξεπεραστεί το πρόβλημα, ο ΟΑΝΜΑ περιέλαβε στην προκήρυξη του διαγωνισμού την υποχρέωση των μελετητών να εντάξουν μέρος της ανασκαφής στο νέο μουσείο.


(…) το υπουργείο Πολιτισμού διά του ΟΑΝΜΑ προχώρησε σε κλειστό διαγωνισμό το 2000-01, στον οποίο συμμετείχαν τελικά δώδεκα ομάδες. Το πρόβλημα είναι ότι ο διαγωνισμός παραήταν «κλειστός», σε σημείο που πολλοί να θεωρούν ότι στην πραγματικότητα υπήρξε απευθείας ανάθεση στους νικητές. Το σίγουρο είναι ότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού επιθυμούσε την ανάμιξη κάποιου «ηχηρού» ονόματος στην υπόθεση, έτσι ώστε να επαναληφθεί το «εφέ Καλατράβα».
(…) Φυσικά η «επείγουσα» μορφή αυτού του έργου (που σχεδιάζεται ήδη επί 25 χρόνια)
συνδυάζεται και με την άλλη «μεγάλη ιδέα» του έθνους, την επιστροφή δηλαδή των Μαρμάρων από το Βρετανικό Μουσείο. Βέβαια, από πουθενά δεν προκύπτει ότι επίκειται η συγκατάθεση των βρετανικών αρχών για την επιστροφή, είτε υπάρχει νέο μουσείο είτε όχι. Αν, μάλιστα, το νέο μουσείο χτιστεί με τέτοιες διαθέσεις προσβολής του Ιερού Βράχου, θα προστεθεί άλλο ένα επιχείρημα εναντίον του ελληνικού αιτήματος. Από την άλλη πλευρά, αυτή η δεύτερη σύγχρονη «μεγάλη ιδέα», έχει μια αχίλλειο πτέρνα που σχετίζεται άμεσα με την υποχρεωτική χωροθέτηση του μουσείου στου Μακρυγιάννη. Το ελληνικό επιχείρημα είναι ότι τα Μάρμαρα πρέπει να επιστραφούν επειδή είναι «αναπόσπαστο κομμάτι» του μνημείου. Ομως είναι γνωστό ότι με τις σημερινές περιβαλλοντικές συνθήκες δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί κανένα ανάγλυφο στον Παρθενώνα. Αρα θα φιλοξενηθούν πάλι σε μουσείο. Για να προτιμηθεί το μουσείο της Ακρόπολης από το Βρετανικό πρέπει να υπάρχει κάποια υποτιθέμενη άμεση σύνδεση του Παρθενώνα με το μουσείο. Αυτός είναι ο λόγος που στο πρόγραμμα του διαγωνισμού επιτάσσεται η «παροχή δυνατότητας στον επισκέπτη να βλέπει συγχρόνως τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο και τον ίδιο τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη»!
Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος επιβάλλεται βέβαια να υψωθεί το Μουσείο πέντε μέτρα πάνω από το υψηλότερο σημείο του διατηρητέου κτιρίου Weiler και να ανατρέψει όλους τους περιορισμούς που ισχύουν στην περιοχή για να προστατεύουν το τοπίο της Ακρόπολης. Με τις παρεκκλίσεις που θεσπίζει η προκήρυξη, το ύψος της νότιας πλευράς του μουσείου θα φτάνει τα 40 μέτρα, ξεπερνώντας κατά 15-20 μέτρα το ύψος των πολυκατοικιών της περιοχής".
(Οι υπογραμμίσεις, δικές μου).


Και ερχόμαστε στο ακανθώδες ζήτημα των δύο διατηρητέων.

Δεν με πείθει ούτε στο ελάχιστο η λογική των υπερμάχων της κατεδάφισης. Πιστεύω στην συνέχεια, στη ζωντανή ιστορία μιας πόλης. Η ζωή μας δεν είναι τα μουσεία ή τα μάρμαρα μόνο, τα κατάλοιπα ενός ένδοξου παρελθόντος. Είναι και το χθες και το σήμερα, και μεταξύ των άλλων, η δυνατότητα ενός περιπάτου ανάμεσα σε κτίρια, στα οποία ανάγλυφο φαίνεται το πρόσφατο παρελθόν. Ένας περίπατος στις Βρυξέλλες -χαρακτηριστική η Grande Place, με τα κτίρια των Συντεχνιών ολόγυρα- ή το Βερολίνο, δείχνει εναργώς πόσο σημαντικό είναι αυτό το στοιχείο της συνέχειας, πόσο πολλά δίνει στην όψη της πόλης και στην καθημερινότητα των κατοίκων, αλλά και των επισκεπτών της. Και η Αθήνα, με μια πρόσφατη αστική ιστορία μικρότερη από δυο αιώνες -μια και μέχρι την απελευθέρωση ήταν ουσιαστικά ένα χωριό- δεν έχει τον πλούτο άλλων πόλεων, όπως η Θεσσαλονίκη.




Παρακάτω, ακολουθεί ανθολόγιο αποσπασμάτων από άρθρα που δημοσιεύθηκαν τους τελευταίους μήνες σχετικά με το θέμα. Οι υπογραμμίσεις είναι πάλι δικές μου.

"Είμαστε υπέρ ή κατά της κατεδάφισης των δύο πολυκατοικιών στο 17 και το 19 της Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Αξίζει να θυσιάσουμε ένα σημαντικό αρχιτεκτόνημα, όπως είναι η πολυκατοικία του Βασίλη Κουρεμένου, προκειμένου το εστιατόριο - όπως αναφέρθηκε - του νέου Μουσείου της Ακρόπολης να απολαμβάνει ανεμπόδιστη οπτική επαφή με τον Ιερό Βράχο; Ο ακρωτηριασμός του αστικού μετώπου της Διονυσίου Αρεοπαγίτου κρίνεται απαραίτητος προκειμένου να συνδιαλέγεται το Μουσείο με τα μνημεία της Ακρόπολης; Με την υπογραφή του αστέρα της διεθνούς αρχιτεκτονικής Μπερνάρ Τσουμί, το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι το πιο φιλόδοξο έργο στην Αθήνα των τελευταίων δεκαετιών. Με αυτά τα δεδομένα το δίλημμα μοιάζει εξαιρετικά βαρύ κι αδικαιολόγητο. Γιατί πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στη διάσωση της διατηρητέας πολυκατοικίας του Κουρεμένου, και κατ’ επέκταση μέρους της ιστορικής μνήμης της πόλης, και στην εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών συνθηκών για την ανάδειξη και την ακτινοβολία του μουσείου των Μπερνάρ Τσουμί και Μιχάλη Φωτιάδη; Γιατί το ένα να αναιρεί το άλλο; Οι Τσουμί και Φωτιάδης, εξάλλου, έχουν λάβει υπόψη τους και τις δύο πολυκατοικίες, «εφόσον ήταν μέσα στο περίγραμμα των όρων του διαγωνισμού. Ο κόσμος θα κρίνει όταν δει τα πράγματα από μέσα προς τα έξω. Για την ώρα όλες οι εντυπώσεις είναι από έξω προς τα μέσα», λέει ο κ. Φωτιάδης. Στη θυελλώδη κοινή συνεδρίαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νέων Μνημείων της 3/7 χρειάστηκε η διπλή ψήφος του προεδρεύοντος Χρήστου Ζαχόπουλου για να αποφασιστεί τελικά ο αποχαρακτηρισμός της πολυκατοικίας του Κουρεμένου και να ανοίξει ο δρόμος για την κατεδάφισή της. Υπάρχει όμως λόγος να τη στερηθεί η πόλη; «Κατ’ αρχήν δεν είμαι σύμφωνος με την κατεδάφιση, αλλά το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο», λέει ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Αντωνακάκης. «Η απόφαση της 3/7 ήταν πολύ βεβιασμένη και πρόχειρη. Ελήφθη χωρίς να έχουμε πλήρη επίγνωση των δεδομένων που θα προκύψουν, διότι ως ένας νέος οργανισμός το μουσείο οπωσδήποτε θα δημιουργήσει μεγάλες περιβαλλοντικές αναταράξεις μέσα στο χώρο που θα χτιστεί, αυτό είναι φυσικό. Αρα πρέπει να περιμένουμε και να αφήσουμε το χρόνο να αναδείξει τα όποια προβλήματα προκειμένου να συζητήσουμε το θέμα με σοβαρότητα». Μπορεί η συζήτηση να αφορά και τα δύο κτίρια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αλλά δεν είναι της ίδιας σπουδαιότητας. Το κτίριο στον αριθμό 19, που ανήκει στο συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, έχει κυρίως αξία ως συνοδευτικό της πολυκατοικίας του Κουρεμένου, εφόσον διασώζει το μέτωπο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. «Η πολυκατοικία του Κουρεμένου (1875-1957) είναι ένα από τα καλύτερα εκλεκτικιστικά έργα της αρτ ντεκό και από τα αξιολογότερα κτίρια αυτής της περιόδου που έχουμε στην Αθήνα. Μάλιστα το 1999 επελέγη από επιτροπή Ελλήνων και ξένων επιστημόνων ως ένα από τα 113 έργα που αντιπροσωπεύουν την ελληνική αρχιτεκτονική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, στην έκθεση του ΕΙΑ στην Ευρώπη. Και τώρα θα το γκρεμίσουμε;», αγανακτεί η καθηγήτρια στο ΕΜΠ Μάρω Καρδαμίστη - Αδάμη. Η είσοδος της τετραώροφης πολυκατοικίας του 1930 πλαισιώνεται από δύο ανάγλυφες μαρμάρινες παραστάσεις γυναικείων μορφών – δύο σύγχρονες Καρυάτιδες ντυμένες με ηπειρώτικη φορεσιά. Στο ύψος του τέταρτου ορόφου υπάρχουν δύο ψηφιδωτά, «τα οποία πιθανότατα φιλοτέχνησε ο Στέφανος Ξενόπουλος, αδελφός του Γρηγορίου Ξενόπουλου, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που εκείνη την εποχή έκανε τέτοιου είδους ψηφιδωτά στην Ελλάδα», μας λέει η κ. Αδάμη. Γιατί συνιστά υπέρτερο δημόσιο συμφέρον η ανεμπόδιστη οπτική επαφή του Μουσείου με τον Ιερό Βράχο, από τη διατήρηση του πολιτισμικού παλίμψηστου της πόλης; «Το Μουσείο άλλωστε δεν κλείνεται πλήρως». Από την αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα φαίνεται ολόκληρος ο Ιερός Βράχος. Τα δύο κτίρια εμποδίζουν τη θέα προς τον Ιερό Βράχο -αλλά όχι και τον Παρθενώνα- από το εστιατόριο και τους κάτω ορόφους», επισημαίνει η κ. Αδάμη. «Γιατί ο διάλογος του Μουσείου με τα μνημεία της Ακρόπολης προϋποθέτει την ανεμπόδιστη θέα;», θέτει το ερώτημα ο κ. Αντωνακάκης. «Ας σκεφτούμε και λίγο την πόλη. Λέχθηκε ότι τα δύο κτίρια δημιουργούν ένα θόρυβο ανάμεσα στον Παρθενώνα και το Μουσείο. Ας περιμένουμε να δούμε μήπως αυτός ο θόρυβος μπορεί να μετατραπεί σε μια χαμηλόφωνη μελωδία που θα θυμίζει και σε μας τους ιθαγενείς κάτι από αυτήν την πόλη που μας υφίσταται και την καταστρέφουμε συνεχώς». Η ανάγκη να επενδύσει επιτέλους η Αθήνα σε σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι επιτακτική. Ο κ. Αντωνακάκης δεν διαφωνεί. «Χρειαζόμαστε, όμως, μια ισορροπία. Πώς θα αξιοποιήσουμε τον πλούτο του παρελθόντος; Μη συντηρώντας τίποτε; Συντηρώντας τα πάντα; Ερώτημα θέτω. Δεν λέω πως πρέπει να τα συντηρήσουμε όλα. Δεν είναι σοβαρό όμως να παίρνουμε αποφάσεις σε θέματα που έπρεπε να είχαν προβλεφθεί». Πάντως, ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΟΑΝΜΑ κ. Δημήτρης Παντερμαλής λέει πως ο μόνος λόγος που στους όρους του διαγωνισμού προβλεπόταν η διατήρηση των δύο κτιρίων είναι πως εκείνη τη χρονική στιγμή δεν υπήρχε η νομική δυνατότητα αποχαρακτηρισμού τους.Η ενδεχόμενη κατεδάφιση του 17 της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θα σημάνει και την κατάργηση ενός μέρους της αστικής Ιστορίας μας. Μήπως, όμως, μακροπρόθεσμα θα αποδειχτεί πως το τίμημα είναι μικρό; Η κ. Αδάμη θεωρεί πως για την ώρα δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το πληρώσουμε. «Ενα μνημείο, αν το γκρεμίσουμε, δεν ξαναχτίζεται. Στη σημερινή εποχή δεν κατεδαφίζονται πουθενά τα μνημεία. Αν στο μέλλον αλλάξει η λογική, ας το συζητήσουν ξανά οι Αθηναίοι». Αν μια πόλη έχει νόημα ως σύνθεση μνημείων που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές ιστορικές φάσεις της, τότε δεν υπάρχει λόγος να στερηθεί η Αθήνα ένα έργο τέχνης. Ή αν πράγματι υπάρχει, έχουμε χρόνο να το συζητήσουμε. Εξάλλου, το κύρος των υπογραφών Τσουμί και Φωτιάδη δίνει άριστες εγγυήσεις για τον τρόπο με τον οποίο έχουν διαχειριστεί το θέμα του όγκου των δύο κτιρίων, εξασφαλίζοντας τη συνομιλία του Νέου Μουσείου με τα μνημεία του Ιερού Βράχου. Γιατί ερχόμαστε αντιμέτωποι με διλήμματα πριν καν ανοίξει το Μουσείο;"

Κατερίνα Οικονομάκου, e-typos.gr



"(...) Πριν καν προλάβουμε να αφομοιώσουμε, σ’ αυτόν τον ανώριμο τόπο, το απόσταγμα των διεθνών συμβάσεων (Xάρτα της Βενετίας, Διακήρυξη του Αμστερνταμ, Σύμβαση της Γρανάδας κ.λπ.), ακούσαμε και μια νέα θεωρία: την περί «διαλόγου των αιώνων»!
(...) ....μόλις κατορθώσαμε και μάθαμε (;) ότι η αρχιτεκτονική κληρονομιά, ο ανθρώπινος πολιτισμός εν γένει, κτίζεται συνεχώς με την προσθήκη των νέων έργων στον παλιό ιστό, με την αντικατάσταση των έργων που εξεμέτρησαν τον βίο τους από νέα, αλλά και με τη διατήρηση, ανάμεσά τους, των ξεχωριστών έργων του παρελθόντος - αυτών που χαρακτηρίστηκαν ως «διατηρητέα»: Μόλις λοιπόν άρχισε η κοινωνία μας να παίρνει είδηση για το τι σημαίνει πολιτισμικό παλίμψηστο, για το πώς οι διατηρούμενες φάσεις παλαιότερων εποχών, καθώς σφιχταγκαλιάζονται με τις επόμενες προσθήκες, με τα νεότερα έργα, συναπαρτίζουν το αναγνώσιμο πολιτισμικό τοπίο, ξανάρθε η λαίλαπα της κάθαρσης, μέσω της αλαζονικής πίεσης του νέου έργου και των θιασωτών του. Θιασωτών που δεν έχουν ούτε τη νηφαλιότητα, ούτε, δυστυχώς, τη γνώση για να κάνουν μια προβολή στο μέλλον και να αναρωτηθούν: μετά 50 χρόνια, άραγε, η ιστορία της αρχιτεκτονικής θα κάνει ιεραρχήσεις και θα προβαίνει σε προτιμήσεις σαν αυτές που προβάλλονται από εκείνους που οραματίζονται ένα ενιαίο αρχαιολογικό πάρκο, το οποίο, όμως, προέκυψε ξαφνικά, μέσω των πρόσφατων ανασκαφών στα θεμέλια του νέου μουσείου; Ή μήπως το 2060 ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής θα εξακολουθεί να κατατάσσει στα εκλεκτά έργα του μοντέρνου κλασικισμού και του art deco το κτίριο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου 17 του μεσουρανούντος κατά τον Μεσοπόλεμο αρχιτέκτονα και ακαδημαϊκού Β. Κουρεμένου; Και μήπως, ίσως, να μη του περισσεύσει ούτε υποσημείωση για το «masterpiece» της σημερινής αρχιτεκτονικής με τα ελεφάντινα πόδια κάτω από την επιθετική προβοσκίδα, που στεγάζει αμήχανα την είσοδο και φέρει τις… ομπρέλες του αναψυκτηρίου; Και μήπως, ακόμη, το τεράστιο γυάλινο πρίσμα του Νέου Μουσείου κάτω από τον ανελέητο αττικό ήλιο θα έχει κακογεράσει τόσο, που οι πατιναρισμένες ορθομαρμαρώσεις, τα ανάγλυφα και τα ψηφιδωτά, των προπολεμικών κτιρίων θα δείχνουν τη διαφορά ανάμεσα στα υλικά του συρμού και τα υλικά των μνημείων; Αυτών, δηλαδή, που κάποιοι θέλουν να κατεδαφίσουν, χάριν του… διαλόγου; Για μένα και, νομίζω, για όσους αισθάνονται τη νέα αρχιτεκτονική ως συμβολή νέων ψηφίδων στον παλαιότερο πολιτισμό, για όσους έχουν ξεπεράσει τις μεγαλεπήβολες πολεοδομικές «καθάρσεις» δεν υπάρχει «δίλημμα της κατεδάφισης»".

(από άρθρο του αρχιτέκτονα Γιάννη Κιζή στην Καθημερινή)


(...)όσο για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, ο Μπερνάρ Τσουμί ήταν απρόβλεπτα αισιόδοξος: «Πάντοτε πίστευα ότι, αν το Μουσείο ήταν αρκετά καλό, τα γλυπτά θα επέστρεφαν στην Ελλάδα».
Πηγή: Εφημερίδα Ελευθεροτυπία

Το νέο εθνικό παραισθησιογόνο, η Νέα Μεγάλη Ιδέα, λοιπόν.... Να εξηγεί αυτό, άραγε, γιατί τόση σπουδή όσον αφορά την κατεδάφιση των δύο διατηρητέων;

«Στη Γερμανία και τη Γαλλία υπάρχουν μεσαιωνικές πόλεις με καθεδρικούς ναούς στις οποίες άλλοτε διατηρήθηκαν τα παλιά κτίρια κοντά στις εκκλησίες κι άλλοτε κατεδαφίστηκαν για να δημιουργηθούν ανοίγματα- πλατείες έτσι ώστε ο καθεδρικός να ξεχωρίζει», είπε ο αρχιτέκτονας του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως Μπερνάρ Τσουμί (εδώ η θέα από τον Ιερό Βράχο προς το μουσείο) «Το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως πρέπει να εξασφαλίζει την ορατότητα της Ακρόπολης», υποστήριξε ο Μπερνάρ Τσουμί σε συζήτηση για τα δημόσια κτίρια στις σύγχρονες μητροπόλεις.
«Αναρωτιέμαι αν η συνύπαρξη του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως και των άλλων κτιρίων ιδιωτικού χαρακτήρα θα συνεισφέρουν στον διάλογο με την Ακρόπολη. Δεν έχω απάντηση. Όταν όμως ανεβαίνω στην ταράτσα του Νέου Μουσείου και αντικρύζω την Ακρόπολη, λέω: μπορούν αυτά τα κτίρια της εποχής του ΄30 να αποτελέσουν μέρος της συζήτησης μεταξύ της Ακρόπολης και του μουσείου με το τοπίο της πόλης; Ή απλά τα κτίρια αυτά θα προκαλούν έναν “θόρυβο” στον διάλογο μουσείου- μνημείου;», είπε ο αρχιτέκτονας Μπερνάρ Τσουμί, στη χθεσινή ανοιχτή συζήτηση με θέμα «Δημόσιο κτίριο και αστικό μητροπολιτικό τοπίο».
Συζήτηση που έφερε σε συνάντηση τον άνθρωπο που σχεδίασε το Νέο Μουσείο (μαζί με τον Μιχάλη Φωτιάδη) με έξι Έλληνες αρχιτέκτονες. Και πυροδότησε αντικρουόμενες απόψεις εξαιτίας της επικαιρότητας με πρωταγωνιστές τα δύο κτίρια στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου (17 και 19) που περιορίζουν την ορατότητα του μνημείου από το μουσείο.

Ο Μπερνάρ Τσουμί μίλησε για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του μουσείου που παίρνει νόημα επειδή έχει αλληλεπίδραση με την Ακρόπολη: «Επιχειρούμε με αυτό το κτίριο να δείξουμε την Ακρόπολη από μία διαφορετική οπτική γωνία. Γι΄ αυτό και είναι σημαντικό να καταστήσουμε πλήρη την ορατότητα του μνημείου μέσα από τις αίθουσες και την ταράτσα του μουσείου».
Μίλησε επίσης για τον ρόλο του μουσείου Γκουγκενχάιμ στο Μπιλμπάο, του Μπομπούρ και της πυραμίδας του Λούβρου στο Παρίσι, της Δημοτικής Βιβλιοθήκης του Σιάτλ, του μουσείου του Άμπου Ντάμπι. «Σε αντίθεση με τα άλλα σύγχρονα μουσεία που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα και δεν έχουν περιεχόμενο αλλά επιδεικνύουν τη μορφή τους για να στολίσουν μία πόλη, το Νέο Μουσείο έρχεται σε διάλογο με το μνημείο», είπε.Άποψη στην οποία η καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Μάρω Καρδαμίτση- Αδάμη αντιτάχθηκε: «Αν φύγουν τα κτίρια αρχιτεκτονικού ύφους της δεκαετίας του ΄30, τότε το μουσείο θα αποτελεί μία θρασεία αντιπαράθεση όγκων του νέου προς το παλιό. Με συνέπεια να βλάπτεται η συνέχεια του αστικού ιστού».

(...) "Ας μην ξεχνάμε πως οι κατοικίες του ΄30, το κτίριο Βάιλερ και το Νέο Μουσείο Ακροπόλεως έχουν ελάχιστη σημασία απέναντι στην Ακρόπολη", ήταν η άποψη του Μπερνάρ Τσουμί.

Πηγή: Εφημερίδα Τα Νέα


Συμπέρασμα: Για τη νέα Μεγάλη Ιδέα, λοιπόν, και τον αυτοδικαιωτισμό διαφόρων - του πολύ κ. Τσουμί μη εξαιρουμένου- η πόλη μας κινδυνεύει να γίνει αισθητικά ακόμη φτωχότερη.

Ο μέγας σταρ της μοντέρνας αρχιτεκτονικής κ. Τσουμί, όμως, δεν είναι υποχρεωμένος να κατοικεί στην Αθήνα.
Για την καθημερινότητα τη δική μου στην πόλη που ζω, η σημασία των δύο πολυκατοικιών της Δ. Αρεοπαγίτου δεν είναι καθόλου ελάχιστη.
Δεν είναι Παρίσι, Βερολίνο ή Άμστερνταμ η Αθήνα, να έχει την πολυτέλεια να γκρεμίζει τα ελάχιστα όμορφα κτίρια που της έχουν απομείνει.

Οι θιασώτες ανάλογων «πολεοδομικών καθάρσεων», που απεραντολογούν μεγαλόστομα και υποστηρίζουν την κατεδάφιση, χάριν ενός ευρύτερου και μεγαλύτερου δημοσίου συμφέροντος – το οποίο, σημειωτέον, δείχνουν απόλυτα βέβαιοι πως μόνοι αυτοί κατέχουν- πιθανώς ζουν και κινούνται σε άλλους χώρους - φαντασιακούς, να υποθέσω;

Στις παραπάνω δύο φωτογραφίες, φαίνεται ένα ακόμη art deco κτίριο στο νούμερο 37 της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, αρκετά μακριά από το Μουσείο. Κι αυτό έργο του Κουρεμένου.
Ευτυχώς, δεν κινδυνεύει - ακόμα...