Η καλύβα του Παππού: 03/01/2009 - 04/01/2009

13 Μαρ 2009

Νεάπολη Αθηνών

Ανέβηκα την Αγίων Ισιδώρων, βρέθηκα στην Νικηφόρου Ουρανού. Περπάτησα παρατηρώντας κάποιες καινούργιες, αρκετά συμπαθητικές πολυκατοικίες και τα λιγοστά σπιτάκια της παλιάς Αθήνας που σώζονται ακόμα - άλλα μισοερειπωμένα, άλλα ακόμη ζωντανά.

Στο τετράγωνο που ορίζουν οι οδοί Ασκληπιού-Ισαύρων-Νικ. Ουρανού- Ιω. Τσιμισκή κοντοστάθηκα: Μέσα από το γκαράζ μιας πυλωτής -της πολυκατοικίας που πήρε τη θέση του παλιού ισογείου σπιτιού όπου έμενε εκείνη η γριά, που για τα μάτια μου ήταν μάγισσα-, μου φάνηκε πως διέκρινα ένα τμήμα από το παράθυρο του παλιού μας μπάνιου.

Ήμουν κλειστό και μικρομέγαλο παιδάκι –εξ’ου και «παππούς» ήδη απ’ το Γυμνάσιο- και δεν είχα αίσθηση «γειτονιάς» ποτέ. Σχολείο πήγαινα αλλού, πέρναγα τον ελεύθερο χρόνιο κυρίως στο σπίτι, διαβάζοντας και ονειροπολώντας. Λίγα πράματα ήξερα απ’ τη γειτονιά μου–ας πούμε, το γωνιακό ζαχαροπλαστείο «Couel”: ακόμα μπορώ να ανακαλέσω, χωρίς δυσκολία, τη γεύση, τη μυρωδιά και την υφή του φύλλου της τυρόπιτας που έφτιαχνε. Ή το γωνιακό ψιλικατζίδικο του κυρ-Χρήστου, απ’ όπου αγόραζα τα «Μίκυ Μάους»- εκείνα τα χρόνια, όλα τα κόμικς τα λέγαμε «Μίκυ Μάους», αν όχι «Μίκυ Μάου»(ανήκουν στους απόντες, πλέον, τόσο το ισόγειο κτίριο, που έστεκε-δεν έστεκε, όσο και ο εξίσου χωλός μαγαζάτορας. Ή το παιχνιδάδικο «Τομ-Τομ» στην Ιπποκράτους, τον παράδεισό μου. Ή το κουρείο του κυρ-Στέφανου, γωνία Τσιμισκή και Ιπποκράτους, όπου πηγαίναμε με τον πατέρα μου- γιορτή σαν μέναμε μόνοι, κι ο κυρ Στέφανος έβγαζε απ’ το κλουβί τα παπαγαλάκια, αφήνοντάς τα να πεταρίσουν λίγο ελεύθερα, και να έρθουν να κάτσουν για λίγο πάνω στο κεφάλι μου.

Συνέχισα να προχωρώ με μια μελαγχολία παράξενη, μια νοσταλγία σχεδόν ανεξήγητη, αφού ποτέ δεν είχα χωνέψει ιδιαίτερα εκείνη τη γειτονιά, όπου είχα περάσει 13 χρόνια- απ' τα δύο ως τα δεκαπέντε. Ίσως μεγαλώνοντας στρεφόμαστε με νοσταλγία στα παιδικά μας χρόνια και στο σπίτι όπου τα περάσαμε, ακόμη κι αν δεν έχουμε τις πιο ευτυχισμένες αναμνήσεις (τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν ούτε ευτυχή, ούτε δυστυχή, μάλλον αδιαφορα. Παρ’ όλ’ αυτά, συχνά-πυκνά τελευταία χαρτογραφώ από μνήμης το παλιό μας σπίτι).

Τη Νικηφόρου Ουρανού ζήτημα αν την είχα περπατήσει δυο φορές, όλα εκείνα τα χρόνια.

Δεν είχα τη ματιά που έχω τώρα τότε, δεν έβλεπα έτσι τα σπίτια και τις γειτονιές, άλλα πράματα μ’ ένοιαζαν. Κι έτσι δεν γνώρισα ποτέ τη γειτονιά μου όπως της άξιζε.

Κρίμα.

Ο γεράκος που ανέβαινε αργά την ανηφόρα με χαιρέτησε σαν να με ήξερε χρόνια. Αντιχαιρέτησα και με αμηχανία του είπα πως δεν τον γνωρίζω.

«Δεν πειράζει, άνθρωπος του Θεού δεν είσαι κι εσύ;», έκανε.

Όπως έχει συμβεί κι άλλες φορές, με ρώτησε αν είμαι παπάς- περίεργο, κανείς τους δεν φαίνεται να προσέχει ότι δε φοράω ράσα!

«Όχι, όχι, ήταν η παλιά μου γειτονιά εδώ, είχα να περάσω είκοσι χρόνια», είπα.