Η καλύβα του Παππού: 20 Δεκ 2008

20 Δεκ 2008

Αυγουστίνος και Παναγιώτης, «παράπλευρες απώλειες»

Της Μαριλης Mαργωμενου

Ο Αυγουστίνος είναι 26 χρονών και ο Παναγιώτης 25. Δύο χρόνια πριν, ο Αυγουστίνος ήταν φοιτητής και ο Παναγιώτης αστυνομικός. Μέχρι που τον Αυγουστίνο τον ξυλοκόπησαν οι αστυνομικοί και από τότε ζει σε κατάσταση μόνιμου σοκ, και τον Παναγιώτη τον χτύπησαν με λοστούς οι αναρχικοί, κι απ’ τα χτυπήματα το μυαλό του δεν συνήλθε ποτέ.

Στις 17 Νοεμβρίου του 2006, ο Αυγουστίνος Δημητρίου ήταν μόλις ένα μήνα φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Βγήκε βόλτα στην πόλη, χωρίς καν να ξέρει πως εκείνο το βράδυ γινόταν διαδήλωση για το Πολυτεχνείο. Οι αστυνομικοί που τον ξάπλωσαν κάτω τον χτυπούσαν ανελέητα για είκοσι λεπτά. Οταν ο Αυγουστίνος κατέληξε αιμόφυρτος στο νοσοκομείο, οι αστυνομικοί δεν πήραν καν τους δικούς του τηλέφωνο. Με τα μάτια τυφλά απ’ το αίμα, το παιδί ψηλάφισε το κινητό που είχε κρύψει στα εσώρουχά του, κι έστειλε μήνυμα στον αδελφό του: «Σχισμένα χείλη και διαλυμένη μύτη. Δεν μπορώ. Βοήθεια».

Δύο χρόνια μετά, ο Αυγουστίνος δεν θέλει πια να σπουδάσει. Στην πραγματικότητα, δεν θέλει πια τίποτα. Ακόμη κι όταν λέει πως «είμαι ικανοποιημένος που καταδικάστηκαν οι αστυνομικοί», τα μάτια του είναι κενά. Η ιδέα πως θα βγει απ’ το σπίτι του στην Κύπρο τον τρομοκρατεί - οι φίλοι του παλεύουν μέρες για να τον πείσουν να βγει έξω για έναν καφέ. Κάθε εβδομάδα αδειάζει ένα κουτί ψυχοφάρμακα. Οποτε τα κόβει, ξαναβλέπει αυτούς που τον χτυπούσαν να είναι πάλι ζωντανοί μπροστά του. Τις νύχτες δεν κοιμάται. Με το που τον παίρνει ο ύπνος, βλέπει πάλι τους ίδιους άνδρες να τον κυνηγούν. Ο πατέρας του συνήθως μπαίνει στο δωμάτιο την ώρα που ο γιος του ουρλιάζει «Σώστε με! Βοήθεια!». Ολη μέρα, απλώς κάθεται στον καναπέ με τα μάτια να κοιτούν στον απέναντι τοίχο. Στους δικούς του λέει πως δεν αισθάνεται τίποτα, εκτός από βαθιές τύψεις που τους ανάγκασε να τον βλέπουν σ’ αυτή την κατάσταση. Ο,τι θα αισθανόταν κι ο Παναγιώτης, αν οι σιδηρολοστοί είχαν κάνει μικρότερη ζημιά, και είχε συναίσθηση της κατάστασής του.

Στις 30 Ιουλίου του 2007, ο Παναγιώτης Τομαράς φορούσε τη στολή του και στεκόταν στο πάρκινγκ του γηπέδου μπέιζμπολ στο Ελληνικό. Πίσω του έπαιζε ακόμη η μουσική της συναυλίας, κι εκείνος φύλαγε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.

Μέχρι να τον κυκλώσουν τα παιδιά με τους σιδηρολοστούς δεν πρέπει να είχε ποτέ φανταστεί πως υπάρχει περίπτωση κάποιος να θέλει το κακό του. Δεν άγγιξε καν το περίστροφό του. Στην Εντατική του Ασκληπιείου, οι γιατροί τον κοιτούσαν κατάπληκτοι. «Πώς γίνεται», έλεγαν, «ένας άνθρωπος με τέτοια τραύματα να ζει;».

Απ’ όλα αυτά, ο Παναγιώτης δεν θυμάται τίποτα, ούτε καν πως ήταν αστυνομικός. Οταν μετά από μήνες κατάφερε ξανά να βαδίσει οι γονείς του σχεδόν δεν το πίστευαν που τον ξανάβλεπαν όρθιο. Κι έτσι τώρα, το μόνο που κάνει ευλαβικά κάθε πρωί, είναι να πηγαίνει στο περίπτερο πενήντα μέτρα απ’ το σπίτι του και ν’ αγοράζει στον πατέρα του εφημερίδα. Του φθάνει που ο πατέρας του χαίρεται όταν του τη φέρνει, και δεν τον πειράζει που ο ίδιος δεν μπορεί να τη διαβάσει. Γιατί όπως είπαν απ’ την αρχή στους δικούς του οι γιατροί, τα χτυπήματα έκαναν το μυαλό του Παναγιώτη να λειτουργεί σα μυαλό πεντάχρονου αγοριού.

Ο αστυνομικός κι ο φοιτητής, παράλληλες ζωές σε αντικριστές όχθες. Μερικές μέρες πριν, ο ειδικός φρουρός που σκότωσε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο έγραψε από λάθος στην αίτηση αποφυλάκισής του πως «ο Τομαράς Παναγιώτης μόλις προχθές “έσβησε”». Αν δεν το είχε κάνει, δεν θα ξανακούγαμε για τον Παναγιώτη. Ο πατέρας του, όταν τον πλησίασαν οι δημοσιογράφοι, είπε δύο φράσεις πριν τους γυρίσει την πλάτη: «Τώρα θέλετε να σας μιλήσω; Γι’ αυτό που έπαθε το παιδί μου τόσον καιρό αδιαφορήσατε». Ο πατέρας του Αυγουστίνου είπε στις κάμερες περίπου το ίδιο πράγμα, μόνο πιο απλά: «Τι να σας πω; Του δικού μου του παιδιού του σκότωσαν την ψυχή».

«Δεν πέθανες;»

Πέρα απ’ τα πέντε ευρώ ανά ημέρα φυλάκισης που θα πληρώσουν οι άνθρωποι που τσάκισαν τη ζωή του φοιτητή, πέρα απ’ το «μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι» των 30 τραμπούκων που τραυμάτισαν με σιδηρολοστούς το μυαλό του αστυνομικού, υπάρχει η πραγματικότητα που ζουν τώρα ο Αυγουστίνος και ο Παναγιώτης. Κι αν ο δεύτερος δεν μπορεί να μιλήσει γι’ αυτήν, ο Αυγουστίνος τη ζει κάθε μέρα, ξανά και ξανά: «Ενας από αυτούς που με χτύπαγε να μου λέει “δεν πέθανες;”. Εγώ να είμαι διαλυμένος, σκοτωμένος εκεί, κι αυτός να μου λέει “δεν πέθαινες, να γλιτώναμε;”».

Από τη σημερινή "Καθημερινή".