Η καλύβα του Παππού: 11/01/2009 - 12/01/2009

27 Νοε 2009

Conrad Schumann, 1942-1988

Στις 15 Αυγούστου του 1961, το Τείχος του Βερολίνου μετρούσε ζωή μόνο δυο ημερών και ήταν τείχος μόνο κατ' όνομα: σε πολλά σημεία δεν ήταν παρά ένας χαμηλός φράχτης από αγκαθωτό συρματόπλεγμα.

Όπως στη γωνία των οδών Ruppiner Straße και Bernauer Straße, όπου βρέθηκε να φυλά σκοπιά ο 19χρονος Conrad Schumann από τη Σαξωνία.
Το παλληκαράκι, σα χαμένο, ολότελα απροετοίμαστο, βρέθηκε αντιμέτωπο με προπηλακισμούς από Δυτικοβερολινέζους και Ανατολικοβερολινέζους διαδηλωτές εξίσου, καθώς και με το ηθικό δίλημμα του τι θα πράξει αν οι συνθήκες απαιτήσουν να πυροβολήσει.
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω απ' τ' άλλο κι άρχισε να το σκέφτεται - κι αυτό έγινε αμέσως αντιληπτό από τους παρευρισκόμενους θεατές της δυτικής μεριάς, οι οποίοι σταμάτησαν να τον βρίζουν κι άρχισαν να τον παροτρύνουν να αποσκιρτήσει. Μετά από λίγο, έφτασε κι ένα περιπολικό και άνοιξε μια από τις πόρτες του, ως δείγμα εγγύησης για την ασφάλειά του.

Η στιγμή που ο νεότατος Conrad Schumann πηδά πάνω απ΄ το αγκαθωτό συρματόπλεγμα αποτυπώθηκε στην γνωστότερη, ίσως, φωτογραφία του Ψυχρού Πολέμου.


'Εχτισε τη ζωή του στη Δυτική Γερμανία - παντρεύτηκε μια Δυτικογερμανή και έζησε στη Βαυαρία.

Μετά την πτώση του Τείχους, ο Schumann θέλησε να επισκεφτεί τη γενέτειρά του. Eκεί, του έμελλε να έρθει αντιμέτωπος με τη απόρριψη παλαιών φίλων και συγγενών, που τον θεωρούσαν προδότη - για την ακρίβεια, κάτι σαν τον αρχετυπικό λιποτάκτη, λόγω και της διάσημης φωτογραφίας και της συνακόλουθης χρησιμοποίησής της από τις υπηρεσίες προπαγάνδας του καθεστώτος. Το Τείχος, για όσο υπήρχε, τον προστάτευε εμποδίζοντάς τον να έρθει σε επαφή με αυτήν την πικρή πραγματικότητα.


Κρεμάστηκε το 1998, σε ηλικία 56 ετών. Η οικογένειά του απέδωσε την πράξη του σε προσωπικά προβλήματα.

Οι πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο του Frederick Taylor "The Berln Wall"

18 Νοε 2009

9η Οκτωβρίου 1989, η μέρα που άλλαξε τα πάντα
Η εμπειρία του Ανατολικογερμανού συγγραφέα Ίνγκο Σούλτσε από την πτώση του Τείχους



Tο κείμενο του Ινγκο Σούλτσε γράφτηκε με αφορμή την επέτειο της επανένωσης της Γερμανίας. Ενα κείμενο που στρέφει τη μνήμη είκοσι χρόνια πίσω, λίγες μέρες πριν το Τείχος του Βερολίνου πέσει οριστικά και αφήσει, επίσης οριστικά, πίσω του το διαιρεμένο Βερολίνο. Ο Ανατολικογερμανός συγγραφέας, όμως, δεν στέκεται στην εμβληματική ημερομηνία της 9ης Νοεμβρίου, όταν όλος ο κόσμος έβλεπε το Τείχος να γκρεμίζεται. Γυρίζει έναν μήνα πίσω και γράφει την προσωπική του εμπειρία από μιαν άλλη διαδήλωση στη Λειψία, στις 9 Οκτωβρίου. Συνδυάζοντας την ημερολογιακή με τη λογοτεχνική γραφή, ο Σούλτσε ξαναζωντανεύει το κλίμα εκείνων των ημερών, και καταθέτει την προσωπική του εμπειρία από μια ξεχωριστή στιγμή της Ιστορίας του 20ού αιώνα. Το κείμενο γράφτηκε ειδικά για την επέτειο των 20 χρόνων και μέχρι σήμερα έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδες της Γαλλίας και της Νορβηγίας. Στην Ελλάδα δημοσιεύεται αποκλειστικά στην «Κ» σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου.

Του Ινγκο Σουλτσε

Συχνά με διορθώνουν πολύ συγκαταβατικά: «Εννοούσατε την 9η Νοεμβρίου». «Οχι, η μέρα που καθόρισε τα πάντα ήταν η 9η Οκτωβρίου». «Γιατί; Αφού το Τείχος έπεσε την 9η Νοεμβρίου!» «Ναι, επειδή είχε προηγηθεί η 9η Οκτωβρίου».

Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου δεν υπήρχε σχεδόν κανείς που να περίμενε ότι το Τείχος θα έπεφτε εκείνη τη μέρα. Την 9η Οκτωβρίου ωστόσο ξέραμε όχι μόνο στη Λειψία ότι το βράδυ εκείνο θα έφερνε μαζί του μια απόφαση, που μετά απ’ αυτήν -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- όλα θα ήταν αλλιώς.

Η 9η Οκτωβρίου ήταν Δευτέρα, η πρώτη Δευτέρα μετά την 7η Οκτωβρίου, την 40ή επέτειο της ΛΔΓ. Βδομάδα τη βδομάδα οι διαδηλώσεις της Δευτέρας, που ξεκινούσαν μετά την «προσευχή υπέρ ειρήνης» στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λειψία, γίνονταν όλο και μεγαλύτερες. Μία βδομάδα νωρίτερα οι διαδηλωτές είχαν φτάσει ήδη τους τριάντα χιλιάδες.

Φοβόμουν - και συγχρόνως ένιωθα ευφορία. Λόγοι για να φοβάται κανείς υπήρχαν αρκετοί. Την προηγούμενη βδομάδα είχε γίνει κανονική σφαγή ανάμεσα σε ένστολους και διαδηλωτές γύρω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό, απ’ όπου θα έρχονταν τα τρένα με τους πρόσφυγες από την πρεσβεία της Πράγας. Το Σαββατοκύριακο που είχε προηγηθεί ένστολοι είχαν επιτεθεί ξυλοκοπώντας διαδηλωτές και αμέτοχο κόσμο στο Βερολίνο, στη Λειψία και σε άλλες πόλεις. Με πόση κτηνωδία, με πόσο πραγματικό σαδισμό μάλιστα, είχαν ενεργήσει σε πολλές περιπτώσεις οι λεγόμενες δυνάμεις της τάξης δεν το ξέραμε εκείνη τη στιγμή ακόμα. Μέχρι τότε, έτσι πίστευα, η επικείμενη 40ή επέτειος μας είχε γλιτώσει από τα χειρότερα. Και τα χειρότερα ήταν η «κινεζική λύση», η οποία είχε εφαρμοστεί πριν από τέσσερις μήνες νωρίτερα στο Πεκίνο. Η κυβέρνηση της ΛΔΓ την είχε επικροτήσει. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι γυμναστήρια μετεξοπλίζονταν ώστε να χρησιμοποιηθούν ως στρατιωτικά νοσοκομεία έκτακτης ανάγκης, ότι στα νοσοκομεία αύξαναν τα αποθέματα αίματος και άλλα τέτοια. Στη «Λαϊκή Εφημερίδα της Λειψίας» είχε δημοσιευτεί η πιο σαφής απειλητική επιστολή της «Μονάδας Εδικού Αποσπάσματος “Χανς Γκάιφερτ”», με την οποία ο διοικητής της δήλωνε ότι θα αναχαιτιστούν «οριστικά και δραστικά οι αντεπαναστατικές αυτές ενέργειες» - «Αν χρειαστεί και με το όπλο στο χέρι».

Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Γιατί πότε θα κατεβαίναμε στους δρόμους, αν όχι τώρα; Θα φαινόμουν αναξιόπιστος τόσο στα μάτια τα δικά μου όσο και στα μάτια των φίλων μου, αν το ’βαζα στα πόδια. Αλλά γι’ αυτό είχαμε μείνει άλλωστε - για να αλλάξουμε κάτι.

Αντιπολίτευση

Προτού πάρουμε το αυτοκίνητο για να πάμε νωρίς το απόγευμα με τη φίλη μου στη Λειψία -δουλεύαμε και οι δύο στο θέατρο του Αλτενμπουργκ- γεμίσαμε το ψυγείο για τη δεκατριάχρονη κόρη της. Στο πολυκατάστημα της πόλης εκείνη τη μέρα κατά ένα μυστηριώδη τρόπο υπήρχε σπάνια αφθονία. Τι παρανόηση! Σάμπως αυτό να μας ενδιέφερε!

Δώσαμε στο κορίτσι ένα φάκελο με χρήματα, αλλά και αρκετά νομίσματα των είκοσι πφένιχ για το τηλέφωνο και της γράψαμε τον αριθμό μιας φίλης, σε περίπτωση που δεν θα είχαμε γυρίσει μέχρι το άλλο πρωί. Μεγαλύτερη από τον φόβο όμως ήταν η ελπίδα, η ευφορία.

Στην Πολωνία μια κυβέρνηση Solidarno καθόριζε ήδη σε τεράστιο βαθμό την τύχη της χώρας, στην Ουγγαρία είχαν ανοίξει στις 10 Σεπτεμβρίου τα σύνορα προς την Αυστρία, μια μέρα μετά ιδρύθηκε στη ΛΔΓ το «Νόιες Φόρουμ» - η πρώτη αντιπολιτευτική ομάδα. Το σύνθημα «Θέλουμε να φύγουμε!» από τα τέλη του Σεπτέμβρη είχε γίνει «Θα μείνουμε εδώ!» Από την τελευταία Δευτέρα ακουγόταν το «Είμαστε ο λαός!».

Ξεκινήσαμε για τη Λειψία νωρίς, επειδή φοβόμαστε ότι θα έκλειναν το κέντρο της πόλης. Κάπου ανάμεσα στην Μπόρνα και στο Εσπενχαϊμ μας σταμάτησε η αστυνομία. Αφού τους έδειξα ότι τα φώτα και το φλας μου λειτουργούσαν κανονικά, μας άφησαν να φύγουμε.

Οταν φτάσαμε στη Λειψία αφήσαμε το αυτοκίνητο μπροστά στο μουσείο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, το σημερινό Ανώτατο Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο. Απέναντι, σε κάποια πάροδο, είδαμε στρατιωτικά οχήματα και άντρες με στολές του Ειδικού Αποσπάσματος. Μοίραζαν τσάι από ένα μεγάλο καζάνι. Οι ένστολοι δεν ήταν πια και τόσο νέοι, πολλών η κοιλιά κρεμόταν πάνω από τη ζώνη. Τους προσπεράσαμε περνώντας σχεδόν από δίπλα τους, τους κοιτούσαμε - εκείνοι έστρεφαν το βλέμμα τους αλλού. Στο κέντρο της πόλης με την πρώτη ματιά τίποτα δεν φαινόταν διαφορετικό απ’ ό,τι συνήθως - άξαφνα όμως βρεθήκαμε μπροστά σε μια μεγάλη σειρά από στρατιωτικά οχήματα. Ακούγονταν σκύλοι να γαβγίζουν. Αξιωματικοί έτρεχαν από όχημα σε όχημα. Από την πλατεία ανάμεσα στην Οπερα και την Γκεβάντχαους, την πλατεία Καρλ Μαρξ, βλέπαμε στρατιωτικά οχήματα να καταφτάνουν συνεχώς από την πλευρά του μουσείου Γκράσι και να στρίβουν στο Δακτύλιο της Λειψίας. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων κόρναραν, από το πεζοδρόμιο ακούγονταν σφυρίγματα.

Μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου επικρατούσε ήδη κατά τις 16.00, μία ώρα δηλαδή πριν από την «προσευχή υπέρ ειρήνης», μεγάλος συνωστισμός. Δεν ξέραμε ότι εκατοντάδες σύντροφοι από το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν κληθεί να βρίσκονται στην εκκλησία για να πιάσουν τις θέσεις.

Πήγαμε στη «Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία», που ήταν ακριβώς στο Δακτύλιο και γεμάτη μέχρι και την τελευταία θέση. Ενημέρωναν τον κόσμο σχετικά με τις συλλήψεις των τελευταίων ημερών. Ακούσαμε επίσης (ή μήπως αυτό συνέβη αργότερα, από τα μεγάφωνα του δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού;) την έκκληση για αποφυγή βίας, που είχε υπογραφεί από τους γραμματείς της Περιφερειακής Διοίκησης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Κουρτ Μάγιερ, Γιόχεν Πόμερτ, Ρόλαντ Βαίτσελ, από τον τότε διευθυντή της ορχήστρας Γκεβάντχαους Κουρτ Μαζούρ, τον καμπαρετίστα Μπερντ-Λουτς Λάνγκε και τον θεολόγο Πέτερ Τσίμερμαν. Κατά ρεαλιστικό τρόπο οι έξι αυτοί άντρες θεωρούσαν δεδομένο πως θα γινόταν διαδήλωση. Κι αυτό -στο κάτω κάτω είχαν υπογράψει τρία υψηλά στελέχη του Κόμματος από τη Λειψία- ήταν μια νομιμοποίηση σχεδόν της διαδήλωσης της Δευτέρας.

Από τη Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία ξαναγυρίσαμε στην πλατεία Καρλ Μαρξ. Ολοι οι δρόμοι και οι πάροδοι στο κέντρο της πόλης ήταν γεμάτοι κόσμο. Ακούγαμε τα συνθήματα από την πλατεία μπροστά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Την προηγούμενη Δευτέρα είχα μείνει εμβρόντητος όταν άκουσα για πρώτη φορά το σύνθημα «Εξω η Στάζι!» Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να συμβαίνει, χωρίς να ορμήσουν αμέσως στον κόσμο ορδές από τους ανθρώπους της Υπηρεσίας Μυστικής Ασφαλείας, μου φαινόταν σαν θαύμα. Μια βδομάδα αργότερα τα συνθήματα ακούγονταν ήδη οικεία.

Αν τα όσα είχαν καταγράψει οι δύο κάμερες που υπήρχαν στο κτίριο του ταχυδρομείου στην πλατεία Καρλ Μαρξ δεν έχουν σβηστεί, θα μπορούσε να δει κανείς πώς ακριβώς συγκεντρώθηκαν οι διαδηλωτές. Για μένα βρέθηκαν εκεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν ήταν μονάχα το τμήμα που ξεκίνησε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου («Ξεκινάμε! Ξεκινάμε!») και κατευθυνόταν προς την πλατεία της Οπερας. Γιατί ξαφνικά άρχισε να συρρέει κόσμος από παντού. Οποιος πριν φαινόταν πως είχε βρεθεί τυχαία στην πλατεία και για τον οποίο θα σκεφτόταν κανείς ότι πηγαίνει για ψώνια ή ότι απλώς γυρίζει από τη δουλειά του, αποδεικνυόταν ότι ανήκε στους διαδηλωτές.

Δεν μπορούσες να πεις ποιο ήταν εκείνο το βήμα με το οποίο έπαυε να είναι κανείς περαστικός και ανήκε πια στους διαδηλωτές. Με τις δύο κάμερες στραμμένες επάνω μας προχωρούσαμε προς την κατεύθυνση του Δακτυλίου Γκεόργκι, τον φαρδύ δρόμο μπροστά από το κτίριο του ταχυδρομείου, και απορούσαμε που δεν συνέβαινε τίποτα.

Λίγο πριν φτάσουμε στο δρόμο συνάντησα μια συμφοιτήτριά μου - Εσύ εδώ; Μιλώντας για διάφορους κοινούς μας γνωστούς φτάσαμε στο Δακτύλιο Γκεόργκι και σταματήσαμε στο φανάρι των πεζών που ήταν κόκκινο. Αυτοκίνητα περνούσαν από μπροστά μας. Οταν το φανάρι των πεζών άναψε πράσινο, κατεβήκαμε στο δρόμο και στρίψαμε αριστερά προς τον Κεντρικό Σταθμό. Κάθε φορά που σε κάποια συζήτηση αναφέρω τα περιστατικά αυτά, με κοιτάζουν χαμογελώντας κοροϊδευτικά, καμιά φορά μου επιτίθενται μάλιστα. Σάμπως με τέτοιες λεπτομέρειες να υποβαθμίζω τη διαδήλωση, να την συκοφαντώ μάλιστα. Μα γιατί να τρέξει και να περάσει κανείς μπροστά από ένα αυτοκίνητο που κινείται; Γιατί να μη διώξει κανείς το φόβο από την ψυχή του φλυαρώντας λιγάκι; Το καθημερινό και το ασυνήθιστο δεν ζουν σε κόσμους ξεχωριστούς.

Μετά από λίγα λεπτά τα αυτοκίνητα που σταματούσαν στο φανάρι βρίσκονταν ακινητοποιημένα μέσα στη διαδήλωση. Δεν ήταν δυνατόν να προχωρήσουν. Τα λιγοστά αυτοκίνητα που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση έβαζαν όπισθεν. Ο δρόμος μάς ανήκε.

Η ένταση με βοήθησε να αρχίζω κι εγώ να φωνάζω τα συνθήματα. Εξακολουθούσε να μου είναι δύσκολο να «κραυγάζω» έτσι δυνατά μαζί με άλλους. Αφού αυτές οι «συλλογικές κραυγές» ανήκαν σε κείνον τον άλλο κόσμο, σε κείνον που περιφρονούσαμε. Συμμετέχοντας όμως τώρα σε όλο αυτό ένιωθες το φόβο να διαλύεται και να ενώνεσαι με τους άλλους: «Το Νόιες Φόρουμ να γίνει δεκτό!», «Ελεύθερες εκλογές», «Θα μείνουμε εδώ», «Κάτω η βία» και κάθε τόσο «Είμαστε ο λαός!» Πού ήταν οι ένστολοι;

Μου φαινόταν σάμπως οι «Δυνάμεις Ασφαλείας» να είχαν γίνει καπνός. Θυμάμαι μονάχα έναν και μοναδικό αστυνομικό που με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στη μέση στεκόταν αριστερά στο πεζοδρόμιο και είχε το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Στα παράθυρα των γύρω σπιτιών και εστιατορίων έβγαιναν όλο και περισσότεροι άνθρωποι. «Μπείτε στη γραμμή!», «Εξω η Στάζι!», «Η Στάζι στην Εθνική Οικονομία» (εκεί ήταν άλλωστε προ πολλού), «Γκόρμπι, Γκόρμπι!» Μονάχα το σύνθημα για τον Γκόρμπι δεν φώναξα. Χωρίς τον Γκορμπατσόφ, αυτό όλοι το ήξεραν, δεν θα είχαν γίνει τόσο πολλά πράγματα.

Οταν γυρίσαμε και κοιτάξαμε από την άλλη πλευρά, ολόκληρος ο Δακτύλιος Γκεόργκι είχε σκοτεινιάσει από κόσμο. Πανηγυρίζαμε. Ποιος θα σταματούσε αυτό το πλήθος; Το γεγονός ότι ήμασταν τόσο πολλοί -εβδομήντα χιλιάδες- και δεν βρέθηκε ούτε ένας χρήσιμος ηλίθιος που να σηκώσει πέτρα ήταν θρίαμβος για μας. Ενάντια σ’ αυτό το πλήθος μονάχα η ένοπλη βία θα βοηθούσε. Οτι όντως θα έπεφταν πυροβολισμοί δεν μπορούσα όμως να το φανταστώ.

Οπως γνωρίζουμε σήμερα, για αρκετή ώρα δεν ήταν βέβαιο αν όντως δεν θα δινόταν διαταγή για «καταστολή της αντεπανάστασης», πράγμα που δεν θα σήμαινε διαταγή πυροβολισμού. Ωστόσο, η Κεντρική Διοίκηση των ειδικών δυνάμεων της Λειψίας θεωρούσε μάταιο το να επέμβει. Περίμενε την έγκριση αυτής της απόφασης από το Ανατολικό Βερολίνο - ο Εγκον Κρεντς δεν απάντησε όμως. Λίγο μετά τις 6.30 ο Πρώτος Γραμματέας της Περιφερειακής Διοίκησης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Χέλμουτ Χάκενμπεργκ, εξέδωσε την εντολή «να αφήσουν τους διαδηλωτές να προχωρήσουν και να κρατηθούν σε χαμηλούς τόνους», εφόσον δεν «σημειωθούν επιθέσεις σε άντρες των Δυνάμεων Ασφαλείας, σε αντικείμενα και εγκαταστάσεις». Οι μεν κρατήθηκαν σε χαμηλούς τόνους, οι δε ανέβασαν τους τόνους.

Η διαδήλωση δεν ήταν απλώς ειρηνική, από λεπτό σε λεπτό γινόταν όλο και πιο χαρούμενη. Γελούσαμε με τον ίδιο μας τον εαυτό: Διαδηλώνουμε μετά το σχόλασμα και την άλλη μέρα θα πάμε πάλι στη δουλειά στην ώρα μας. Την άλλη Δευτέρα θα ξανάρθουμε όμως.

Είχαμε πραγματικά τη διάθεση να αρχίσουμε να τραγουδάμε το «Λαοί, ακούστε τα συνθήματα που για την τελευταία μάχη σας καλούν! Με τον αγώνα η Διεθνής τ’ ανθρώπινα δικαιώματα κατακτά». Το ρεφρέν της Διεθνούς -κανένας δεν ήταν σε θέση να τραγουδήσει τίποτα περισσότερο από την πρώτη στροφή και το ρεφρέν- μου φαινόταν να ταιριάζει κατά έναν απροσδόκητο τρόπο. Εμείς ήμασταν η Διεθνής, νιώθαμε ένα με τους Πολωνούς, τους Τσεχοσλοβάκους, τους Ούγγρους, τους Ρουμάνους, τους Ρώσους, τους Κινέζους, τους Νοτιοαφρικανούς…

Αδελφοσύνη

Αν δει κανείς φωτογραφίες αυτών των πρώτων διαδηλώσεων της Λειψίας θα παρατηρήσει αμέσως πόσος χώρος υπήρχε ανάμεσα στον κόσμο. Δεν βηματίζαμε παρατεταγμένοι. Ούτε ήμασταν πιασμένοι αγκαζέ ούτε κρατούσαμε κεριά στα χέρια. Τα ελάχιστα πανό ήταν πολύ μικρά κι οι διαδηλωτές τα κρατούσαν από μικρά πηχάκια πάνω από τα κεφάλια τους, έτσι που θα μπορούσαν να βρεθούν πάνω τους χιλιάδες δακτυλικά αποτυπώματα - «Χωρίς βίζα ώς τη Σαγκάη». Περπατούσαμε στην πόλη εκείνο το ζεστό ακόμα φθινοπωρινό απόγευμα με μερικούς στενούς μας φίλους και ήμασταν ευχαριστημένοι που υπήρχαν κι άλλοι εκεί, χωρίς τους οποίους δεν θα τολμούσαμε -με την κυριολεκτική έννοια- να βγούμε στο δρόμο. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα τι εννοούσαν διακόσια χρόνια πιο πριν με τη Fraternit�, με την αδελφοσύνη.

Μιας και κείνοι που κατέβαιναν να διαδηλώσουν ήταν μάλλον οι νέοι άνθρωποι, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αντιμετωπίζονταν σαν κάτι ιερό. Μιλούσαν συνεχώς στις δύο εξηνταπεντάχρονες γυναίκες που συμμετείχαν στη διαδήλωση, τις χειροκροτούσαν. Ακόμα κι ο τελευταίος ένστολος θα έπρεπε να καταλάβαινε βλέποντάς τις ότι εδώ δεν επρόκειτο για «συμμορία χουλιγκάνων».

Περάσαμε τον Κεντρικό Σταθμό, οι πόρτες ήταν κλειστές. Οποιος έφτανε με το τρένο δεν μπορούσε να μπει στην πόλη. Τα τραμ που ήταν σταματημένα στη στάση άνοιγαν τις πόρτες - «Μπείτε στη γραμμή!» Περάσαμε κάτω από τις γέφυρες των πεζών και διασχίσαμε την πλατεία Φρίντριχ Ενγκελς, που ήταν παντελώς έρημη. Λίγο πιο πίσω σταματήσαμε. Μπροστά στη λεγόμενη «Στρογγυλή Γωνία», το κτίριο της Υπηρεσίας Μυστικής Ασφαλείας, είδαμε ένστολους με ασπίδες και κράνη. Κι αυτή ήταν η έκπληξη των τελευταίων δύο βδομάδων, ότι και οι «δικοί μας» ήταν όπως και οι αστυνομικοί της Δυτικής Γερμανίας.

Περίπου πενήντα ασπιδοφόροι ήταν παρατεταγμένοι μπροστά στην είσοδο του κτιρίου. Πώς ένιωσαν αυτοί οι νεαροί που τους είχαν διατάξει να σταθούν εκεί μπροστά στην πόρτα, όταν ακούστηκε να περνάει από μπροστά τους το «Είμαστε ο λαός»; Επαψαν και κείνοι να φοβούνται όταν μια σειρά διαδηλωτών πήγε και στάθηκε με την πλάτη μπροστά τους; Αναψαν κεριά στα σκαλοπάτια της εισόδου. Ενα τμήμα της «Στρογγυλής Γωνίας» ήταν φυλακή, όπου εξακολουθούσαν να κρατούνται κάποιοι που είχαν συλληφθεί τις τελευταίες ημέρες και τις τελευταίες βδομάδες.

Κοντά στο Νέο Δημαρχείο ένα στρατιωτικό όχημα σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Οι διαδηλωτές συζητούσαν με τους ένστολους που κάθονταν εκεί πάνω, τους έδωσαν τσιγάρα. «Δεν είστε χουλιγκάνοι εσείς» είπαν οι τύποι από το όχημα.

Η ίδια η πόλη καθόριζε την πορεία της διαδήλωσης με τον Δακτύλιο. Προχωρήσαμε λοιπόν ώσπου φτάσαμε στην Γκεβάντχαους. Κάναμε το γύρο του Δακτυλίου, ο κύκλος έκλεισε. Βρισκόμασταν πάλι στην πλατεία Καρλ Μαρξ. Αυτή η μία ώρα μάς είχε αλλάξει. Ημασταν πιο ελεύθεροι, πιο χαρούμενοι, πιο αποφασισμένοι παρά ποτέ. Δεν είχαμε αλλάξει μόνο εμείς όμως. Η πόλη, η χώρα ολόκληρη ήταν μια άλλη αυτή τη μία ώρα. Η χαρά μας, η ανακούφιση, οι πανηγυρισμοί μας ήταν αναμφίβολα πιο δυνατοί από τις τρομπέτες της Ιεριχούς. Ολα θα άλλαζαν, όλα τα τείχη θα έπεφταν - «Χωρίς βίζα ώς τη Σαγκάη» - και το όνειρο της Ανοιξης της Πράγας του ’68 θα γινόταν πραγματικότητα: Ενας Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο.

Ο Ινγκο Σούλτσε

Ο Ινγκο Σούλτσε, γεννημένος το 1962 στη Δρέσδη, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς, έχοντας μάλιστα κερδίσει πολλές και σημαντικές διακρίσεις. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός με τις «33 στιγμές ευτυχίας» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Γ. Λαγουδάκου) και τις «Απλές ιστορίες» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Αλ. Παύλου), κυρίως όμως με το επιστολικό μυθιστόρημα «Καινούργιες Ζωές» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφ. Γ. Λαγουδάκου), με το οποίο καθιερώνεται πλέον παγκοσμίως.

(Δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή)

16 Νοε 2009

Μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα στο Τείχος, ΙI: Bernauer Strasse



Ο σταυρός σημαδεύει το σημείο που φονεύθηκε κάποιος προσπαθώντας να ξεφύγει από την παραδείσια DDR.




Ακριβώς επάνω στο όριο, έστεκε η Εκκλησία Της Συμφιλίωσης. Την κατεδάφισε το καθεστώς το '85.


Το αρχιτεκτόνημα που χτίστηκε στη θέση της παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον - αλλά δεν μπορώ να το δω σα χώρο λατρείας. Πολύ γυμνό, πολυ κρύο. Μόνο σα μνημείο, που μιλά για ερημιά κι αποξενωση, για διχασμό και την παγερή πνοή του θανάτου.




Περισσότερα για την εκκλησία εδώ.

11 Νοε 2009

Μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα στο Τείχος, Ι: East Side Gallery
















Τις φωτογραφίες τράβηξα τον Ιούλιο του 2007.

9 Νοε 2009

Μετά είκοσι έτη...




.... για πολλούς Βερολινέζους το τείχος υφίσταται ακόμα- αόρατο, εσωτερικό, φασματικό:

Πολλοί κάτοικοι των παλιών εργατικών συνοικών, που έγιναν trendy και τα νοίκια εκτοξεύθηκαν, νοσταλγούν τον καιρό της DDR...

Πολλοί Δυτικοβερολινέζοι παραμένουν καχύποπτοι απέναντι στους Ανατολικούς, μιλούν γι' αυτούς όπως πολλοί Νεοέλληνες για τους Αλβανούς, και δεν έχουν καμμιά όρεξη να επισκεφτούν ωραίες γωνιές της πόλης, μόνο και μόνο γιατί ανήκαν στο Ανατολικό. Κι αν συναντήσουν κανέναν ευκατάστατο Ανατολικό, κάποιας ηλικίας, κάπως κλειστό και λιγομίλητο, ξεχειλίζουν βεβαιότητα: Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο κ. .... ή τ α ν Stasi.






Όσον αφορά εμένα... όταν υπήρχε ακόμη το τείχος, Βερολίνο σήμαινε μια μάλλον μουντή πόλη, σκηνικό μιας παράδοξης, όσο και τρυφερής, ιστορίας με αγγέλους που είχα δει στο σινεμά.


Ένα ακόμα τοπωνύμιο.

Ένας τόπος μακρινός, σκισμένος στα δυο από ένα τείχος- του αίσχους το έλεγαν.


Και κάποτε το τείχος έπεσε, με έξαλλους πανηγυρισμούς - και θυμάμαι τους μεγαλύτερους, άλλοτε πυρετικούς στον ενθουσιασμό τους απέναντι στις κοσμογονικές αλλαγές, άλλοτε να εκφράζουν τις ανησυχίες τους για την ανυπαρξία, πλέον, "αντίπαλου δέους", ή διάφορους χαζοβιόληδες να διακηρύττουν πως τα όσα συνέβησαν στο Βερολίνο και στις χώρες του -τότε- Ανατολικού Μπλοκ, απεδείκνυαν μόνο πως "είχαμε δίκιο, εμείς οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς", κτλ.


Και μετά oκτώ μήνες, στιγμές έκστασης: Ιούλιος του '90, και καρφωμένος μπροστά την TV να βλέπω τον Roger Waters, που πολύ θαύμαζα, με κάμποσους άλλους καλλιτέχνες, να ανεβάζει εί, στο Βερολίνο, την παράσταση από ένα από τα πλέον εμβληματικά concept album της εφηβείας μου, το "The Wall"( χρόνια πριν, σε ανύποπτο χρόνο, όταν είχε ερωτηθεί για το αν θα το ανέβαζε ξανά, είχε πει χαριτολογώντας: "Μόνο αν πέσει το τείχος του Βερολίνου").


Μια εικοσαετία μετά, και εκείνη η παράσταση μου φαίνεται βαρυφορτωμένη, με εμηνείες παράταιρες- αν και κάποιες μ' ανατριχιάζουν ακόμα, όπως της Sinead O' Connor στο "Mother", ή του Van Morrisson στο "Comfortably Numb", στο σύνολο προτιμώ την κλασική ηχογράφηση. Αλλά δεν πειράζει, είναι η συμβολική σημασία της παράστασης εκείνης που έχει σημασία, η γιορτή, η μέθη της επανένωσης, όχι τόσο η καλλιτεχνική της αρτιότητα.

Στο βιντεάκι παρακάτω, στην αρχή, υπάρχουν πλάνα από τις διάφορες -ως τότε- μεταμορφώσεις της Potsdamer Platz.



Δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως στην ερημιά, τόν αδειανό εκείνο χώρο, τη no man's land της τότε Potsdamer Platz, όπου παρουσιάστηκε το The Wall, θα κάναμε κάποτε τις βόλτες μας με τη N., χαζεύοντας το Sony Center και άλλα εμβληματικά μοντέρνα κτίρια.

Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι θα έπεφτα θύμα της γοητείας αυτής της πόλης, ούτε πώς θα υφαινόταν με την δική μας ιστορία, εμένα και της Ν.



Παρά τα προβλήματά της- την υψηλή ανεργία, τις ρατσιστικές επιθέσεις που συμβαίνουν, κάποτε, στις υποβαθμισμένες γειτονιές- ο αέρας της πόλης παραμένει φιλόξενος, η κουλτούρα της είναι κουλτούρα αποδοχής. Αλλά η ζωή μιας πόλης είναι μια δυναμική ισορροπία που πάντα παίζεται. Ποια θα είναι η όψη του αυριανού Βερολίνου; Θα ισορροπήσει ανάμεσα στη μητροπολιτική της χάρη, τις μποέμικες τάσεις των πολλών καλλιτεχνιζόντων που εγκαταστάθηκαν στην πόλη που συνδυάζει τον κοσμοπολιτισμό με το χαμηλό κόστος ζωής, από τη μια, και στην οικοδομική έξαρση, καθώς και την λαχτάρα για πλουτισμό των πολλών που ανακαινίζουν τα παλιά κτίρια για να τα μοσχοπουλήσουν σε πλούσιους και διάσημους ξένους και ονειρεύονται μόνο κρουνούς χρημάτων και ανελέητο clubbing;

Άδηλο, καθώς είναι πάντα το μέλλον.