Η καλύβα του Παππού: 9 Φεβ 2011

9 Φεβ 2011

Ένα τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά... και λίγες σκέψεις

Είναι μέρος της ανθρώπινης συνθήκης ο δρόμος του καθενός να περνά  αναπόδραστα μέσα από διαδοχικές εμπειρίες θανάτου και πένθους, όπως οι χωρισμοί: εμπειρίες ιδιαίτερα επώδυνες, καθώς αναμοχλεύουν αρχέγονες πληγές και φόβους. Ίσως το πόσο καλά μεγαλώνουμε -πόση σοφία αποκομίζουμε- να έχει να κάνει με το πώς βιώνουμε αυτό το πένθος, την πολυεπίπεδη θλίψη αυτών των εμπειριών θανάτου.

…………………

Πολλά από τα  νέα τραγούδια του Φοίβου Δεληβοριά έχουν να κάνουν με χωρισμό, απώλεια, απουσία. Και με το χρόνο, παρόντα πάντοτε,  απειλητικό, απατηλό,  άλλοτε να κραδαίνει μαστίγιο κι άλλοτε να χειροκροτά χαιρέκακα όταν ο ερωτικός πόθος δεν ευοδώνεται. 

Πουθενά δεν είναι πιο έντονη η θλίψη της απουσίας απ’ ό,τι στο «Θα ‘θελα να ‘μουνα εκεί». Ένα «ερωτευμένο» τραγούδι, καθώς λέει κι ο ίδιος, πράγμα που φαίνεται και από το εκ πρώτης όψεως παράδοξο:
Η απουσία για την οποία μιλά είναι η δική του απουσία, η απουσία του αφηγητή από στιγμές σημαντικές και καίριες της ζωής του ερώμενου προσώπου –στιγμές που εκείνη αυτονομείται, διεκδικεί την ετερότητα και τη μοναδικότητά της, στιγμές που, εν τέλει, την έκαναν αυτήν που είναι.
Πέρα από το ότι στον έρωτα, η εξιδανίκευση του ποθούμενου προσώπου είναι κοινός τόπος, το τραγούδι μας πληροφορεί πως ακόμα κι αν ευοδωθεί ο πόθος του και ενωθούν ερωτικά,  η σπάνια ομορφιά της θα του αποκαλύψει έναν άλλο χρόνο: ο σημαντικός χρόνος θα είναι, πλέον, εκείνος που σηματοδοτείται από τις στιγμές της ζωής της στις οποίες αυτός δεν συμμετείχε:  κενός, σπαταλημένος, ξοδεμένος και οριστικά χαμένος -  χώρια που πάντα θα υπάρχει μια περιοχή του άλλου απρόσιτη και απροσπέλαστη σ’ εμάς – ο δικός του χρόνος, το παρελθόν του, οι στιγμές που τον διαμόρφωσαν ερήμην μας.

Αν και τα έργα τέχνης ακολουθούν δική τους πορεία στην ψυχή εκείνου που τ’ αφουγκράζεται, συχνά άσχετη με τις προθέσεις του δημιουργού τους, πιστεύω πως δεν πέφτω πολύ έξω ακούγοντας στο λυγμό που διατρέχει όλο το τραγούδι να μιλά ένας πόνος βαθύς, που εκτείνεται πέρα από τη γνωστή, και διόλου ευκαταφρόνητη, ταλαιπωρία της ερωτικής ματαίωσης. Σε κάθε έρωτα υπάρχουν  υπόγειες, υποδόριες διαστάσεις πέραν του προφανούς και άμεσα αντιληπτού: ο άλλος και ο πόθος μας γι’ αυτόν αντιπροσωπεύει πολλά σε ένα βαθύτερο, συμβολικό πεδίο –είτε έχουμε επίγνωση αυτού, είτε όχι: το κάλλος του άλλου, όλα εκείνα που μας τραβούν σ’ αυτόν – εδώ μιλά ένας πόθος για ζωή, ζωή στην πιο απόλυτη πλήρωσή της. Κι ίσως στο τραγούδι αυτό να ακούγεται ο πόνος από την επίγνωση ότι το απόλυτο -η απόλυτη ένωση που ποθούμε, η οριστική ρήξη της βαθιάς, υπαρξιακής μας μοναξιάς, η οριστική μας πλήρωση, όλο αυτό το πλέγμα επιθυμιών και πόθων για υπέρβαση του χρόνου, του θανάτου, των φθαρτών μας ορίων, τελικά- είναι κάτι στο οποία μόνο να τείνουμε μπορούμε.
                  
Όλ’ αυτά, την αίσθηση του κενού, την πικρή γεύση της απουσίας, τον «κανονικό» χρόνο που είναι «ψεύτης», που ψευτίζει τα πάντα, καθώς είναι μια διαδοχή στιγμών που μόνο μας οδηγεί κοντύτερα στο θάνατο, μοιάζει να μπορεί να αντιρροπήσει μόνο το μοίρασμα, η δωρεά: στο «Καταφύγιο» ο χρόνος, υποκειμενικά βιωμένος, είναι πυκνός, πλήρης -ίσως επειδή ό,τι βιώνεται μέσα σ’ αυτόν είναι γεγονός δωρεάς του ενός στον άλλο:

«…Μα εμείς περνάμε μια ζωή σ’ ένα λεπτό/ Κι ύστερα το χαρίζουμε κι αυτό.»

………………………

Ακούγοντας αυτό το δίσκο, σκέπτομαι πως ο Δεληβοριάς μάλλον μεγαλώνει καλά.

(Στο βιντεάκι φωτογραφίες τραβηγμένες στο "Μετρό" το Σάββατο, 5 Φεβρουαρίου)