Η καλύβα του Παππού: Κάποια Χριστούγεννα

4 Ιαν 2007

Κάποια Χριστούγεννα

24 Δεκέμβρη





Η γκρίζα πόλη, μεθυσμένη, παραπατάει σε χιόνι ξαφνικό

Και μέσα από τη λερωμένη ομίχλη που σηκώθηκε προβάλλουν

Βασανισμένα πρόσωπα, όλο ζάρες, κι απλώνουν ικετευτικές παλάμες,

Ψελλίζοντας τις ακατάληπτες αιτίες της παρακμής τους·

Πολυάσχολοι χρηματιστές ανοίγουν βιαστικά το βήμα, προσπερνώντας·

Αλλόγλωσσα κορίτσια, επιδεικνύουν προκλητικά τα μακριά τους

πόδια

Και ένας γέροντας ρακένδυτος, υψώνοντας καταμεσίς στο δρόμο τη μαγκούρα,

Φτύνει βλαστήμιες σκοτεινές στον κόκκινο ουρανό.

Τη 24η του αυτού μηνός, παραμονή της του Χριστού Γεννήσεως.

Τη βλέπω ξαφνικά, παγώνω· κρατά δυο τσάντες που από δώρα ξεχειλίζουν,

Πιασμένη αλά μπρατσέτα μ’ έναν άνδρα· γελούνε, περπατούν σχεδόν χορεύοντας-«Κοίτα ! Χιονίζει !» λέει εκείνη εκστατικά· χαμογελάει αυτός, την αγκαλιάζει

τρυφερά-

Ενα λεωφορείο μπαίνει μπροστά· μεσολαβεί μια ατέλειωτη στιγμή·

Ο δρόμος άδειασε· μια ανεπαίσθητη υποψία της μυρωδιάς της.

Ώρες αργότερα, στο μισοάδειο μαγαζί, πλάι σε κάποιον μεθυσμένο και ταλαίπωρο

Αλβανό,

Μασάω με προσπάθεια περισσή το πλαστικό φαΐ – νηστήσιμο, καθώς πουλάει καλά

τις μέρες τούτες-

Κι ακούω απ’ τα μεγάφωνα τα κάλαντα σε κάποια αλλότρια γλώσσα,

να ειρωνεύονται, θαρρείς,

Σε τόνους γλυκερούς, την τόσην ερημιά.

…επέστη δε καιρός ο της γεννήσεως, και τόπος ην ουδείς, τω καταλύματι.

Κρύο· τυλίγομαι σφιχτά μεσ’το παλτό και διασχίζω βιαστικός

την παγωμένη ερημιά που λεν « Πλατεία Ομονοίας »

Για ν’ ανταμώσω έν’ άδειο στρώμα,

Μεσ’ το μουντό και παγωμένο σπιτικό.


Δεν υπάρχουν σχόλια: