Η καλύβα του Παππού

31 Οκτ 2007

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός

Tου Xρηστου Γιανναρα

«Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν
και τα φορεί, κ’ ευφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα».

Το καβαφικό «σεμνότατα» διασαφηνίζει το νόημα της «πίστης»: Δεν πρόκειται για «πεποιθήσεις», αυτές θωρακίζουν το εγώ, συντηρούν την έπαρση. Ούτε για αυθυποβολή πρόκειται, μαγική εκδοχή του θαύματος. Πρόκειται για εμπιστοσύνη: αυτή γεννάει τη σεμνότητα της αυτοπαραίτησης.

Πιστεύω, στη γλώσσα της Εκκλησίας, αλλά και στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει εμπιστεύομαι. Αφήνομαι, όπως το βρέφος στην αγκαλιά της μάνας του, παραδίνομαι, όπως ο ερωτευμένος στην ερώμενη αγκαλιά.

Να εμπιστευθώ ποιον, να εμπιστευθώ τι; Ασφαλώς όχι ιδεολογήματα, όχι ψυχολογικές προβολές ορμέμφυτων επιθυμιών μου. Σε τέτοιες παρηγόριες επενδύει η βιολογική, ενστικτώδης θρησκευτικότητα, όχι η εκκλησιαστική πίστη που την ενδύονται σεμνότατα οι μακαριζόμενοι από τον Καβάφη.

Για τα μετά τον θάνατο δεν ξέρουμε τίποτα. Αν κάτι υπάρχει, είναι αδύνατο να σημανθεί με το νόημα που εμείς δίνουμε στο υπάρχειν. Η νοητική και φανταστική μας ικανότητα αδυνατεί να συλλάβει την ύπαρξη ως ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τον αριθμό, ενδεχόμενα που «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Αν κάτι υπάρχει, μετά τον θάνατο, δεν μπορεί να λέγεται, μπορεί ίσως να δείχνεται: Με την ευφροσύνη, για παράδειγμα, στη σεμνή (και πάλι) όψη του καβαφικού κυρ Μανουήλ όταν φορεί ενδύματα εκκλησιαστικά για να συναντήσει τον θάνατο.

«Το ιδανικό μου είναι, έλεγε ο σεμνότατος Βίτκενσταϊν, να μεταδίδεται το άρρητο με το να ΜΗΝ επιχειρείται η διατύπωσή του... Αν η φιλοσοφική κατανόηση μεταδίδεται, αυτό δεν επιτυγχάνεται με τον τρόπο που μεταδίδεται η επιστημονική γνώση, δηλαδή με το να δηλώνεται ευθέως και με γλώσσα που κυριολεκτεί. Πρέπει να γίνεται με τον τρόπο της ποίησης».

Ο κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός, αυτοκράτωρ Ρωμαίων, ξεντύνεται τα βασιλικά του ενδύματα και ενδύεται το ένδυμα ιερέως ή καλογήρου περιμένοντας ευφροσύνως τον θάνατο. «Ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν», παραγγέλλει στην ίδια ποιητική γλώσσα και η Εκκλησία. Το ένδυμα μπορεί να είναι προσωπείο, όπως εξ ορισμού η αυτοκρατορική περιβολή και κάθε στολή, μπορεί να είναι και αισθητό ήθος παραίτησης από κάθε ατομική ιδιαιτερότητα, όπως το ένδυμα του μοναχού. Ο καβαφικός κυρ Μανουήλ δεν γαντζώνεται στο αξίωμα (στην ψευδαισθητική υπερμεγέθυνση που χαρίζει στο εγώ η δημοσιότητα) για να κερδίσει ψευδαπάτες παράτασης του βίου.

Δεν εκλιπαρεί: «προσευχηθείτε όλοι σας για μένα, τον βασιλέα σας, να νικήσω τον θάνατο», δεν επικαλείται την «πίστη» σαν υπέρτερη ιαματική δυνατότητα όταν εξαντλούνται οι ικανότητες της ιατρικής. Περιμένει με ευφρόσυνη όψη τον θάνατο που εγγίζει, επειδή γι’ αυτόν, τον βασιλέα κυρ Μανουήλ ο θάνατος είναι γεγονός ενταγμένο σε μια κατακτημένη, βιούμενη κιόλας σχέση, είναι η κορυφαία δοκιμασία του ρεαλιστικού (του μη φαντασιώδους) χαρακτήρα αυτής της σχέσης.

Μια σχέση δεν λέγεται ποτέ, μόνο δείχνεται. Λέγονται οι συσχετισμοί, οι συναναστροφές, οι δοσοληψίες, οι εξαρτήσεις, λέγεται η επιβολή, η κυριαρχία, η ιδιοκτησία. Η γλώσσα ορίζει το άλλο ή τον άλλον ως αντι-κείμενο που το κατέχουμε. Η σχέση δεν κατέχεται ποτέ, την κερδίζει κανείς συνεχώς, δεν είναι ποτέ τετελεσμένη. Γιατί στη σχέση παραδινόμαστε, και η αυτοπαράδοση, η αυθυπέρβαση, είναι το κορυφαίο και δυσκατόρθωτο άθλημα ελευθερίας. Οσο συνεπέστερα παραδινόμαστε στη σχέση τόσο πληρέστερα τη ζούμε. Και ο θάνατος μπορεί ενδεχομένως να είναι η ολοκληρωμένη αυτοπαράδοση, η είσοδος στην πληρότητα της σχέσης. Αλλά αυτό το λέμε εδώ με νοήματα στην κόψη του επισφαλούς – διαφορετική η ενάργεια της καβαφικής ποιητικής κατάδειξης.

Στο ποίημα του Καβάφη δεν υπάρχει η λέξη «Θεός». Ομως, η αναφορά σε αυτόν «δείχνεται» σε κάθε πτυχή της ποιητικής εικονολογίας. Είναι σαφέστατα ο Αλλος της σχέσης που πραγματώνεται ως πίστη – εμπιστοσύνη, αυτός που κάνει ευφρόσυνη την ετοιμασία για τον θάνατο, που δικαιολογεί τον μακαρισμό όσων «τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστη των σεμνότατα». Αποσιωπάται, γιατί είναι ο υπαρκτός της σχέσης, όχι το εννόημα που γίνεται αντι-κείμενο στη γλώσσα.

Μόνο η σχέση αποκαλύπτει προοδευτικά, δυναμικά, την προσωπική ετερότητα ως πραγματική παρουσία. Οι πολιτικοί ηγέτες, οι τηλεπαρουσιαστές, οι ποικίλες στον σύγχρονο βίο διασημότητες, είναι δεδομένα αντι-κείμενα της καθημερινότητάς μας, όπως η κρεμάστρα που κρεμάμε το ρούχο μας ή η καρέκλα στο γραφείο μας – ριζικά άσχετοι με τη ζωή μας. Ενώ ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν ή όποιος άλλος έχει λόγο κλητικό σε αμεσότητα σχέσης, είναι πραγματικά υπαρκτός, αποκαλύπτεται εμπειρικά ως παρουσία επειδή (και όταν) ανταποκρινόμαστε στην κλήση του, σπουδάζουμε την προσωπική του ετερότητα στον λόγο του, τον αγαπάμε.

Για πολλούς ο Καβάφης ή ο Βίτκενσταϊν είναι ανύπαρκτοι, ο λόγος τους δεδομένος, αλλά αδιάφορος ή μόνο χρηστικός, σαν κρεμάστρα ή καρέκλα γραφείου. Το ίδιο ανύπαρκτος είναι και «ο Θεός των φιλοσόφων και των λογίων» (Dieu des philosophes et des savants) όπως έλεγε ο Πασκάλ: Αφηρημένο αντικείμενο της νόησης, απρόσιτος στη σχέση, απροσπέλαστος στην εμπειρία – δεν μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτόν, να τον εμπιστευθείς. Ανύπαρκτος και ο εμβληματικός «Θεός» των πληρωμένων της κάθε αυλής, που κρώζουν πανικόβλητη αισιοδοξία, ενώ ταυτόχρονα διαδοχολογούν ανήκεστα εξαρτημένοι από την παραισθησιογόνο εξουσία, προσβλέποντας στον θάνατο του άλλου για το νιτερέσο, σαν νεκροθάφτες.

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός «φορεί ενδύματα εκκλησιαστικά κ’ ευφραίνεται» σαν σε ερωτική αναμονή, σαν με λαχτάρα γυρισμού στην πατρίδα. Τραγούδησε άπειρες φορές στην πορεία του βίου ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Και τώρα είναι έτοιμος να εισέλθει εις την χαράν του Νυμφίου και Κυρίου του.

Ναι, ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν, και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν ντυμένοι μες την πίστι των σεμνότατα.

Από την Καθημερινή της 27-10. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.

5 σχόλια:

athanasia είπε...

Ώραίο κείμενο, ως κείμενο. Στην ουσία του, δεν συμμερίζομαι την ανάγκη της θρησκευτικής πίστης. Μου αρκεί να ζω, ν' αφήνομαι όσο και όπου μπορώ στις αγαπημένες ετερότητες και να πεθάνω ήρεμα.

Christophorus είπε...

Μ' αρέσει το κείμενο γιατί, πέραν της παράθεσης του εξαίρετου ποιήματος του Αλεξανδρινού, αντιδιαστέλλει τις άλλες εκδοχές "πίστης" με την ό ν τ ω ς πίστη.
Kαι βέβαια το κείμενο του Γ. αποτελεί κάιριο σχολιασμό της παραχάραξης του Εκκλησιαστικού ήθους, όπως αυτή εκφράζεται με τα τεκταινόμενα τα σχετικά με την ασθένεια του Αρχιεπισκόπου.

Αυτό που περιγράφεις εσύ, μοιάζει να βρίσκεται κοντύτερα σε μια τέτοια πίστη, απ' ό,τι αυτό που ονομάζουμε "θρησκευτική πίστη".

Καλημερίζω σε, παρά την εκνευριστική μουντάδα και μούχλα του κακού μας του καιρού...

doctor είπε...

Χριστόφορε, νομίζω ότι δεν υπάρχει καλό ή κακό εκκλησιαστικό ήθος.
Ίσως υπάρχει υπερβολικά μεταφυσικό και απλά μεταφυσικό ήθος.
Δηλαδή ή πιστεύεις στην μετά θάνατον ζωή, ή δεν πιστεύεις.
Φυσικά η πίστη δεν έχει να κάνει με την απόδειξη αλλά με την ικανοποίηση του εσωτερικού κόσμου του πιστεύοντος.

doctor

Αλέξης Χαρισιάδης είπε...

Τι καλή σύμπτωση. Μου είχαν πει γιαυτό το άρθρο του Γιανναρά αλλά δεν είχα την ευκαιρία να το διαβάσω. Το θεωρώ από τα καλύτερα που έχει γράψει και περιέχει τη θέση του σε βαθιά υπαρξιακές αναζητήσεις. Στα συμπεράσματα του μου θυμίζει Κίρκεγκωρ. Με βρίσκει σύμφωνο σχεδόν σε όλα. Η έννοια της πίστης ως εμπιστοσύνης ξεκαθαρίζει επίσης μέσα μου αρκετά πράγματα.

Ο συσχετισμός με την παρούσα κατάσταση του αρχιεπίσκοπου ήταν αναπόφευκτος. Ο Αρχιεπίσκοπος φαίνεται να επιλέγει να πεθάνει όπως ακριβώς έζησε. Και δυστυχώς ο τρόπος που έζησε καθόλου δεν τον τιμά.

Και αν απλώς επρόκειτο για την τόσο ανθρώπινη αδυναμία που μπορεί να δείξει ο καθένας μας απέναντι στον αναπόφευκτο θάνατο του (ας μην ξεχνάμε πως ακόμα και ο Χριστός λύγισε προς στιγμήν μπροστά στην επικείμενη μοίρα του) η στάση του θα ήταν απόλυτα κατανοητή και ανθρώπινη. Είναι ο πρότερος του βίος όμως σε συνδυασμό με την παρούσα του στάση που προσωπικά με απογοητεύει, για να χρησιμοποιήσω τον πιο ανώδυνο δυνατό όρο.

Christophorus είπε...

Αλέξη, χαίρομαι που σου φάνηκα χρήσιμος!

Σχετικά με την ασθένεια του Αρτχιεπισκόπου, πρέπει να πω ότι η στάση του ιδιίου δεν μ' ενοχλεί. Δεν μπορώ να περιμένω κάτι πιο πολύ, και άλλωστε, αν και ποτέ δεν τον συμπάθησα, τελευταία τον συμπονάω, μια και βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτό που, αναπότρεπτα, θα αντιμετωπίσουμε όλοι μας.
Το ότι αυτή η θλιβερή φαρσοκωμωδία (στην οποία ο ίδιος συμβάλλει λιγότερο απ' ό,τι όλο το αποδέλοιπο συνάφι) ποζάρει ως εκκλησιαστικός λόγος, είναι που με στενοχωρεί.
Κι εμένα μου επανατοποθετεί κάποια πράγματα το κείμενο του Γ. Βλέπεις, συνήθισα παιδιόθεν να αυτοπροσδιορίζομαι ως "πιστός", αλλά την πίστη για την οποία μιλά το άρθρο, μόνο να την υποψιάζομαι μπορώ.
Χαιρετώ, Αλέξη.