Απέδρασε ο κυρ-Αντώνης όπως-όπως από την ταραχή του, κάνοντας νοητική σημείωση να μιλήσει στον μικρό για τον όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ και την αρκούδα, για τον Άγιο Σιλουανό που θλιβόταν σαν έπρεπε να ξεριζώσει κάποια αγριόχορτα, για τον Άγιο Ισάακ τον Σύρο- ή ήταν ο Άγιος Εφραίμ;- που προσευχόταν για τα ερπετά και τους δαίμονες. Θυμήθηκε και τα λόγια ενός καλόγερου που είχε συναντήσει πριν πολλά χρόνια, ότι "... ο Θεός όλα Του τα πλάσματα αγαπά, κι όλα παραμένουν στη μνήμη Του ες αεί". Δεν καταλάβαινε και πολλά από αυτόν το λόγο ο κυρ-Αντώνης, κι ήταν άγνωστο τι θα καταλάβαινε από ετούτα ο Βάνιας, που εκτός από Ρωσσόπουλο ήταν και λίαν πτωχός τω πνεύματι. Δεκάξι χρονών ήταν, μα το μυαλό του ήταν, το πολύ, μυαλό εννιάχρονου.
Ο κυρ-Αντώνης, αναστενάζοντας βαθιά, τύλιξε σε μια μεγάλη σακκούλα το άψυχο σώμα του άμοιρου σκύλου.
-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε, μουρμούρισε, κατά την προσφιλή του συνήθεια.
‘Κείνη την ώρα, ο πατήρ Γαβριήλ, πενηντάρης αρχιμανδρίτης, επισκοπικών φιλοδοξιών και με επισκοπική μπάκα, με μακριά γένεια, συνοφρυωμένος πάντοτε, από εκείνους που κοιτούν το συνομιλητή τους πάντα με βλέμμα από κάτω προς τα πάνω, πλησίασε και κοίταξε με αηδία το πτώμα του ζώου.
-Ένας κόπρος λιγότερος, έκανε. Και συνέχισε με ένα οργισμένο λογύδριο κατά παντός.
-Ανθρώπους και κτήνη σώσης, Κύριε,
είπε πάλι ο κυρ-Αντώνης, σκύβοντας το κεφάλι, σα μαθημένος από ετών, ρίχνοντας ένα βλέμμα σκέτο φαρμάκι προς το μέρος του και τονίζοντας παράξενα το «κτήνη». Αλλά ο παπάς δεν κατάλαβε τίποτα.
Πέρασε η Μεγαλοβδομάδα, και το βράδυ της Ανάστασης, βρέθηκε στο ναό παρούσα η καλή κοινωνία της άλλοτε μεγαλοαστικής γειτονιάς, ή μάλλον όποιο τμήμα της δεν είχε φύγει για τα εξωτερικά, καθώς και κάθε ξεπεσμένος αριστοκράτης της περιοχής. Μεγάλος και πολυτελής ο ναός, με τους βαρείς πολυελαίους, τα ψηφιδωτά και το επιβλητικό τέμπλο, ήταν ό,τι χρειαζόταν το κομμάτι εκείνο του "καλού" κόσμου της Αθήνας που είχε θρησκευτικές ανάγκες και επιθυμούσε να τις εκπληρώσει με σικ τρόπο. Μπορούσες να δεις γηραιούς πρώην διοικητές τραπεζών, επιχειρηματίες, πολιτευτές, όλους στητούς, όλους αγέλαστους, με το βιβλιαράκι ανά χείρας, με ήθος και ύφος καλβινιστικό.
Υπηρετούσαν αρκετοί κληρικοί: δυο απλοί και γηραιοί πρεσβύτεροι, ένας αρχιμανδρίτης – ο Γαβριήλ- και ένας διάκονος. Είχε ακόμη ο ναός ως νεωκόρο τον κυρ-Αντώνη, γηραιό συνταξιούχο ναυτικό, που είχε "ξωκείλει" από ετών στην πολύβουη Αθήνα, και βοηθός του οποίου είχε χρισθεί ο Βάνιας, πάντα ευγενής και πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε του ζητούσαν- ή, έστω, να προσπαθήσει.
Αγαπούσε ν' ακούει τη χορωδία ο Βάνιας. Απαλλαγμένος από κάθε είδους αισθητική παιδεία, δεν μπορούσε να συγρίνει το πολυφωνικό ψάλσιμο με το παραδοσιακό βυζαντινό μέλος, όπως έκαναν πολλοί, όψιμοι λάτρεις της παράδοσης, που ενοχλούνταν, και απλά απολάμβανε τη μουσική, ενώ άλλοτε χαχάνιζε δυνατά, πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στο ευσεβές εκκλησίασμα, που τον επιτιμούσε με πύρινα βλέμματα. Γενικά, του άρεσε να βρίσκεται στις ακολουθίες. Ίσως γιατί, μην μπορώντας να κατανοήσει τα κηρύγματα, παρέμενε μακάριος.
Όλοι του φέρονταν καλά και τον συμπαθούσαν, εκτός του Γαβριήλ, που, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, έδειχνε ιδιαίτερη αυστηρότητα προς το Βάνια, ο οποίος την υπέμενε αγόγγυστα. Και καθώς ο Γαβριήλ ήταν ο προεστώς, οι άλλοι κληρικοί δεν τολμούσαν να του πουν και τίποτε. Μόνο ο παπα-Δημήτρης, εξηνταπεντάρης πια, ένας κυρτός από τα νιάτα του ανθρωπάκος, χήρος και μη δυνάμενος να ξαναπαντρευτεί, με βλέμμα σκοτεινιασμένο, αλλά πονετικό, προσπαθούσε να τον πάρει με το καλό και να τον πείσει να είναι πιο ανεκτικός με το καημένο το παιδί. Αλλά του κάκου: Ο Γαβριήλ δεν έπαιρνε από λόγια και συνέχιζε να ξεθεώνει τον φτωχό Βάνια στη δουλειά, να μην του λέει ούτ' έναν καλό λόγο ποτέ, και να εκδηλώνει ποικιλοτρόπως τη δυσφορία του, όταν ο μικρός, με την αδεξιότητά του, τύχαινε να κάνει καμμιά ζημιά. Ίσως ο Γαβριήλ να έβλεπε την μακαριότητα του μικρού, το πόσο απλά και χαρούμενα συμπεριφερόταν στη Λειτουργία, και να ζήλευε ενδομύχως, μην τολμώντας να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό του. Εκείνος, παρά την άψογη θεολογική του κατάρτιση (δεν θα πω "γνώση"), παρά το σχήμα, τα άμφια και τα πετραχήλια, συνήθως έπληττε, ή και δυσφορόυσε. Και το έβλεπες αυτό, στο μονίμως συνοφρυωμένο πρόσωπό του. Ή ίσως, όπως συμβαίνει συχνά, να είχε βρει εύκολο θύμα, μη δυνάμενο να αμυνθεί, στο οποίο μπορούσε να ξεσπά άφοβα και να επιβεβαιώνει την εξουσία του.
Τις οίδε; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, της ψυχής των παπάδων, όπως και οποιουδήποτε άλλου, μη εξαιρουμένης.
Σε ποια χαρά αναφερόταν, άραγε, με τη μακρόσυρτη φωνή, τα μονίμως χαμηλωμένα μάτια, την κάθε του κίνηση να αποπνέει κατάθλιψη; Δεν το ξέρω.
Όπως και να έχει, συμπαθέστερος ήταν από τον πατέρα Γαβριήλ, όλο ηθική και νόμο να επικαλείται, που χρονιάρα μέρα βρήκε να βάλει αυστηρό επιτίμιο στο Βάνια να μην κοινωνήσει- τι έφταιγε το έρμο, είχε όλο στο νου του τον Αλή, που του τον ξέκαναν άσπλαχνα, και σαν άκουσε κάποια από τις κυρίες να εκφράζεται με βδελυγμία για τα αδέσποτα της περιοχής, άρχζε να φωνάζει θυμωμένος στα Ρώσσικα. Επιπλέον, του έφυγε το καντήλι που καθάριζε απ’ τα χέρια, έπεσε κι έγινε θρύψαλα.
Είχε παραγγείλει η μάνα του στον κυρ-Αντώνη να τον κρατήσει στην Αναστάσιμη λειτουργία, μια και εκείνη ξενοδούλευε ως αργά, ακόμα και Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ήταν όμορφη γυναίκα ακόμα, αν κι οι Ρωσσίδες σπάνε εύκολα. Όταν είχαν πρωτοέρθει στη γειτονιά πριν δέκα χρόνια, χάρη στη φιλανθρωπία μιας άκληρης πλούσιας κυρίας, που της παρείχε χώρο κι έα πιάτο φαγητό για να τη φροντίζει, κάτι σκίρτησε στην καρδιά του κοτσωνάτου κυρ-Αντώνη, που είχε μείνει γεροντοπαλήκαρο, κι ένα βράδυ που είχε πιει ένα-δυο ούζα παραπάνω, την εστρίμωξε – πλην, ανεπιτυχώς: σαν είδε στα μάτια της την απογοήτευση και μια σπίθα θυμού, ζαλίστηκε, ψέλλισε ένα «συμπάθα με» κι έκανε πίσω. Το ίδιο βράδυ, είδε σεβάσμια μορφή στον ύπνο του- κι άλλοτε είχε ιδεί τον ίδιο άγνωστο γέροντα- να του λέει «Μπαρμπ’ Αντώνη, είμαι στεναχωρεμένος, και τα σημερινά σου καμώματα δεν είναι σαν κι αυτά που κουβεντιάζουμε άλλες φορές. Σοβαρό είναι εκείνο που πήγες να κάμεις απόψε». Ξύπνησε με φριχτό πονοκέφαλο και μια γεύση χωματίλας, κι από τότε πάντα επρόσεχε την Γκαλίνα και τον Βάνια, πάντα τους έδινε όσα χρήματα μπορούσε από τα ελάχιστα δικά του, προσπάθησε να μάθει λίγα ελληνικά στο παιδί, ίσα να συνεννοείται, και σιγά-σιγά η Γκαλίνα τον ξαναεμπιστεύτηκε, μα εκείνος δεν επέτρεψε ποτέ ξανά οικειότητες στον εαυτό του μαζί της. Ούτε κι άγγιξε ούζο ποτέ.
Ο θρασύδειλος φονιάς του Αλή δεν έγινε ποτέ γνωστός στα μάτια των ανθρώπων.
Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε.
Η ιστορία είναι, βέβαια, γέννημα της φαντασίας μου. Μόνο πραγματικό στοιχείο, η ύπαρξη ενός χαζούλη νεαρού που βοηθούσε όντως τους νεωκόρους σε ναό μεγαλοαστικής Αθηναϊκής γειτονιάς, και που κάποτε είχε –καλώς ή κακώς- το θράσος να μεταλάβει μονάχος του, όταν του το αρνήθηκε –καλώς ή κακώς- ο ιερέας. Όλ’ αυτά πριν δέκα-δεκαπέντε χρόνια.
Η ζωγραφιά είναι της Μυρτώς Δεληβοριά. Ελπίζω να μου συγχωρέσει που τη δημοσιεύω χωρίς την άδειά της.
18 σχόλια:
Πολύ ανθρώπινο το κείμενο σου Χριστόφορε με συγκίνησε ιδιαίτερα. Αποπνέει εκτός από αγάπη και συμπόνια για τους αδύνατους αλλά και οίκτο ακόμα και για τους "ισχυρούς".
Το μόνο που κι εγώ δεν μπορώ να συγχωρήσω είναι η εκδήλωση της κακίας πάνω σε άλλα πλάσματα, όπως εδώ στο αθώο σκυλί.
Καλή σου μέρα
Πώ πώ ρε Χριστόφ! Τί καραγαμάτο γράψιμο είναι αυτό βρε; Ά να χαθείς ρε σαχλέ, και στο σχολείο ντρεπόσουνα να μου δώσεις να διαβάσω τί έγραφες, έ; Καλά σου ρε... καλά... εγώ δε σού δινα βρε κτήνε;
Ά στο καλό σου... Ευλογημένε!!! :P
Παπαδιαμάντεια επιρροή διακρίνω; Ωραίο!
Αλέξη, Χριστός Ανέστη. Χαίρομαι που σου άρεσε!
Σάσσα, σε υπερευχαριστώ! Ξέ'ς, τότενες δεν ήγραφα...
Κατερίνα, θα το πάρω σαν μέγιστη φιλοφρόνση. Να είσαι καλά.
Εξαίρετος ο παππουδιαμάντης!
Να γράφεις για τα κτήνη πιό τακτικά!
Γιώργο, σ' ευχαριστω!
Χμμμ... "Παππουδιαμάντης"...
Μ' αρέσει! Μ' αρ'εσει επικικνδύνως!
Ωραίο κείμενο (μου άρεσε η ..."επισκοπική μπάκα"!).
doc
Καλά, ποιος έμαθε να γράφει στο σχολείο; Για βρείτε μου έναν!
Όντως, αυτό το "Παππουδιαμάντης" του χοιροβοσκού ήταν ό,τι καλύτερο για να περιγράψει και τη δική μου εντύπωση για το... εύμορφον διηγηματίδιον ;-)
Ευλογείτε!
@ doctor, mickey: Ευχαριστούμεν και κοκκινίζωμεν.
doc, ευπειθώς αναφέρω: Πήρα χλοοκοπτικό!
Όμορφη ιστορία.
Μένω κι εγώ στο "παππουδιαμάντη"
Γεια σου,παππού Χριστόφορε
Ο ξάδελφός μου,μεγαλύτερος αρκετά από μένα σε ηλικία,μου έχει διηγηθεί πως στην πλατεία του χωριού του,όταν ήταν μαθητής Δημοτικού,είχε δει τον παπά να έχει δέσει ένα 'ανυπάκουο" σκυλί γύρω από μια μουριά και να το δέρνει αλύπητα...
Με πιάνει τουλάχιστον οργή κάθε φορά που το σκέπτομαι...
@ giant: Σ' ευχαριστώ! Να είσαι καλά!
@ όλα θα πάνε καλά: Γεια σου κι εσένα!
Τέτοιες ιστορίες... πάμπολλες. Ας μην τις θυμόμαστε καλύτερα...
Χριστός Βοσκρέσε, αγαπητέ Παππουδιαμάντι!!! (Μπορεί να... έγραψε ο Χοιροβοσκός, αλλά τού μετατρέπω τη λέξη σε ουδέτερο: ...διαμάντι!)
Οι χαρακτήρες που ιστόρησες (εν)διαφέροντες: Από σκιοντυμένοι έως μεθέορτοι!
άργησα να περάσω από την καλύβα σου, αλλά το κείμενό σου γλυκό του κουταλιού με δροσερό νεράκι!
Στην υγειά σου!
Γινόμαστε τρυφεροί μετά απ'χρόνια και μεσ' τις θύμισες κυλιόμαστε, σαν χιόνια.
Κάποια στιγμή το μάτι σου είχε πάρει,
αγνωστη εικόνα ενός παιδού, χρόνια παλιά.
Φούσκων' η ανάμνηση με θλίψη κι' ενοχές (?)
κι'έκατσες κι' έγραψες σαν να 'ξεινες πληγές.
Υ.Γ. (1)Πολύ Ωραίο!!!
Y.Γ.(2) Συγνώμη για την λυρική μου έξαρση, αλλά μόλις επέστρεψα από Σαλονικιώτικο ουζερί!!!!!!!!!!!!!!
Statrdustia,τα περί γλυκού του κουταλιού πολύ μου άρεσαν!!!
;))
π.κ., σε ευχαριστώ θερμά!
Satanasso, χαίρομαι που σου άρεσε! Η λυρική σου έξαρση λίαν ευπρόσδεκτη!
Δημοσίευση σχολίου