Η καλύβα του Παππού: Δύο (απ)όψεις

19 Φεβ 2010

Δύο (απ)όψεις

Δύο διαφορετικές απόψεις. Δύο διαφορετικές, αλλά πιθανώς εξίσου αληθινές πτυχές της κρίσης που ζούμε.


Οι Γερμανοί δεν ξανάρχονται

Tου Αθανασιου Ελλις
Εθισμένοι στις επιδοτήσεις που έχουμε λάβει τις τελευταίες δεκαετίες από ισχυρές ευρωπαϊκές οικονομίες, και κυρίως τη Γερμανία, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τον σκεπτικισμό των Βρυξελλών, και πολύ περισσότερο τον αρνητισμό του Βερολίνου, έναντι της παροχής οικονομικής στήριξης προς την Ελλάδα. Κάποιοι, μάλιστα, σπεύδουν να τον αποδώσουν σε «ανθελληνισμό» ή ακόμη και «ρατσισμό».
Ομως, οι χώρες που αρνούνται να στηρίξουν για πολλοστή φορά την Ελλάδα συμπεριφέρονται όπως θα έκανε ο οποιοσδήποτε αν ξαφνικά συνειδητοποιούσε ότι αυτός τον οποίο βοηθούσε επί τριάντα χρόνια, επειδή ο τελευταίος επεκαλείτο οικονομική δυσχέρεια, αποδεικνύεται ότι τον κορόιδευε συστηματικά. Προς το παρόν, λοιπόν, οι Γερμανοί δεν ξανάρχονται. Σε μια δύσκολη παγκόσμια οικονομική συγκυρία, η οποία πλήττει και τον Γερμανό εργαζόμενο, η Αγκελα Μέρκελ δεν μπορεί να αγνοήσει τη δική της κοινή γνώμη η οποία αρνείται να βοηθήσει και πάλι τους Ελληνες που αποδεδειγμένα, και ενίοτε προκλητικά, ζούσαν υπεράνω των δυνατοτήτων τους, εξαργυρώνοντας τις επιταγές που υπέγραφαν οι Γερμανοί φορολογούμενοι.
Τα καλοκαίρια, οι Γερμανοί τουρίστες και λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας, οι οποίοι έρχονται να απολαύσουν τον καιρό, τις θάλασσες και την ιστορία μας, βιώνουν τον υπερκαταναλωτισμό των Ελλήνων. Πολυτελείς κατοικίες, ακριβά αυτοκίνητα, κέντρα διασκέδασης γεμάτα, ενδύσεις που ακολουθούν την τελευταία λέξη της μόδας, συνθέτουν μια πραγματικότητα που θα ζήλευαν αρκετοί, ακόμη και στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία και πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι όλοι οι Ελληνες ζουν πλουσιοπάροχα, αλλά η εικόνα που εκπέμπεται είναι βέβαιο ότι δεν συνάδει με το χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο του μέσου Ελληνα, και εν μέρει εξηγεί τον αρνητισμό των Γερμανών. Η πλειοψηφία μάλιστα των τελευταίων επιθυμεί την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, καθώς εξακολουθούν να την θεωρούν αναξιόπιστη.
Ακόμη και οι δυο ηγέτες με την καλύτερη έξωθεν μαρτυρία στα μάτια της Ευρώπης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης, οι οποίοι έβαλαν την Ελλάδα, ο πρώτος στην ΕΟΚ το 1980 και ο δεύτερος στην ΟΝΕ είκοσι χρόνια αργότερα, το έκαναν χωρίς και στις δυο περιπτώσεις η χώρα μας να πληροί τις προϋποθέσεις. Ο τελευταίος μάλιστα βρέθηκε τις τελευταίες ημέρες στο στόχαστρο για τις λογιστικές αλχημείες της ένταξης στο ευρώ. Δεν πρέπει, λοιπόν, να εκπλήσσει το γεγονός ότι, αισθανόμενοι πως έχουν πέσει θύματα κοροϊδίας, οι Γερμανοί, αλλά και πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι, δηλώνουν ευθαρσώς ότι για να παράσχουν την οποιαδήποτε επιπλέον βοήθεια στην Ελλάδα, η τελευταία οφείλει να ανταποκριθεί έμπρακτα στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και να περιορίσει τις σπατάλες και τα παντός είδους κεκτημένα, μειώνοντας στην πορεία και το τεράστιο έλλειμμα που παρουσιάζει.
Δεν αρκούν πλέον οι υποσχέσεις, ούτε οι συχνά εξαιρετικές επιδόσεις του Γιώργου Παπανδρέου και του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στους τομείς της δημόσιας προβολής και της επικοινωνιακής διαχείρισης της κατάστασης. Το προϊόν παραμένει προβληματικό, και οι αγορές αλλά και οι εταίροι μας καχύποπτοι. Ολοι απαιτούν την επιλογή και, κυρίως, την εφαρμογή μιας επώδυνης θεραπείας που θα φέρει αποτελέσματα, υποστηρίζοντας ότι «δεν βοηθάς έναν αλκοολικό με το να του προσφέρεις άλλο ένα ποτό». Δυστυχώς, η αρνητική εικόνα που έχουν πολλοί Ευρωπαίοι για τη χώρα μας δεν θα βελτιωθεί το επόμενο διάστημα όταν στο πλαίσιο της εξεταστικής επιτροπής για την οικονομία θα παρακολουθούν τις λυσσαλέες συγκρούσεις των δυο κομμάτων εξουσίας τα οποία θα προσπαθούν να επιρρίψουν το ένα στο άλλο τις ευθύνες για την υπερχρέωση της χώρας και την απώλεια αξιοπιστίας, φαινόμενα που ο κάθε νοήμων Ελληνας πολίτης γνωρίζει ότι άρχισαν τη δεκαετία του ’80 και συντελέσθηκαν διαχρονικά και διακομματικά.
Ανάγκη και καταπίεση
Tου Aντωνη Kαρκαγιαννη
Αν καταλαβαίνω καλά, η Ευρωπαϊκή Ενωση, η Ευρωζώνη (δηλαδή η Γερμανία και μερικά ακόμη βιομηχανικά κράτη), η Κομισιόν, η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, όλη αυτή η δύναμη που τόσα χρόνια ονομάζουμε Ευρώπη και κατ’ επέκταση Δύση, συμμάχησε με τις κερδοσκοπικές «Αγορές» για να θέσουν ορόσημα στην ελευθερία μας και στην εθνική κυριαρχία. Επιμένουν φορτικά ότι η ελευθερία μας και η εθνική κυριαρχία οφείλει για απεριόριστο χρονικό διάστημα να κινηθεί στο ασφυκτικό περιθώριο ανάμεσα σε δύο ορόσημα: το ένα δείχνει την πτώχευση και τον γκρεμό, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Γιώργος Παπανδρέου και το άλλο δείχνει την πλήρη, τη χωρίς δεύτερη συζήτηση, τη δουλική αποδοχή των κελευσμάτων τους. Για μια κυβέρνηση που εκλέγεται ελεύθερα από τον λαό μιας χώρας δεν είναι μόνο θέμα κύρους και γοήτρου. Είναι και θέμα καθημερινής πρακτικής όταν είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την καθημερινή λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας, έστω σε χαμηλά επίπεδα απόδοσης ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική έκρηξη. Ομολογουμένως δεν είναι αυτή η «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», την οποία είχαμε σκεφθεί και φαντασθεί και στην οποία είχαμε τόσο ελπίσει, διεκδικώντας μια θέση έστω ευρωπαϊκής επαρχίας. Αυτό που μας προτείνουν τώρα δεν είναι καν ευρωπαϊκή επαρχία. Είναι μοντέλο αποικίας το οποίο ανέσυραν από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν τους.
Για να είμαστε εξηγημένοι. Δεν είναι τόσο τα μέτρα που προτείνουν. Αυτά τα μέτρα, σχεδόν στο σύνολό τους, εδώ και πολλά χρόνια και με διαφορετικές κυβερνήσεις τα απαιτούσε η κοινή λογική. Οχι μόνο αυτά, αλλά και πολλά ακόμη που θα μας έκαναν ικανούς να συμμετέχουμε με ίσους όρους σε οργανωμένη ομάδα κρατών, όπως είναι η Ευρωζώνη με μέλη υψηλής και χαμηλής ανάπτυξης. Για πολλούς λόγους, περισσότερο υποκειμενικούς, σφάλματα, παραλείψεις, αλλά και αθλιότητες των κυβερνήσεων, μας εμπόδισαν να ακολουθήσουμε την κοινή λογική και να προχωρήσουμε σε μεταρρυθμίσεις ανανέωσης και εκσυγχρονισμού, στη λειτουργία του κράτους και της κοινωνίας.
Δεν είναι τόσο τα μέτρα που μας ενοχλούν. Μόνοι μας θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλα, για παράδειγμα την αναδιοργάνωση της αγοράς εργασίας, τη μεταρρύθμιση των συστημάτων Εκπαίδευσης και Υγείας που είναι πολυδάπανα και ταυτόχρονα χαμηλής απόδοσης. Είναι κυρίως ο τρόπος με τον οποίο μονομερώς ορίζουν τα μέτρα, καταπιεστικά επιμένουν στην άμεση εφαρμογή τους, συνεπικουρούμενοι από ενορχηστρωμένα σχόλια και εφιαλτικά σενάρια του διεθνούς Τύπου.
Αλλά και πάλι δεν είναι λόγοι γοήτρου και κύρους που μας κάνουν να εξοργιζόμαστε. Είναι πάλι πρακτικοί λόγοι στην εφαρμογή των μέτρων που θα οδηγούσαν στην απόγνωση μια κυβέρνηση και ένα λαό. Τόσο μεγάλες αλλαγές σε μια χώρα απαιτούν χρόνο και ιεράρχηση, γιατί θίγουν ισχυρές πραγματικότητες, εδραιωμένα δικαιώματα, κακοφορμίζουν χρόνιες πληγές. Είναι σαν να μας ζητούν, καταπιεστικά, να διορθώσουμε μέσα σε τρεις μήνες ή σε ένα χρόνο όλες τις στρεβλώσεις... από συστάσεως του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Αυτό είναι μάλλον ανέφικτο και είναι ακριβώς αυτή η καπιταλιστική επιμονή που μας ενοχλεί και μας κάνει καχύποπτους.
Καθημερινή, 18.02

1 σχόλιο:

Constantine είπε...

Συζητήσεις περί "κύρους και γοήτρου" και "ενοχλήσεων" έχει νόημα να γίνονται μόνο από αυτούς που δεν χρωστάνε.

Εμείς το μόνο χαρτί που έχουμε να παίξουμε είναι το "αν με παραζορίσεις, θα καταρρεύσω εντελώς και δεν θα πάρεις τίποτα".

Κατά τα άλλα, η ανάπτυξη (η οποία λάμπει δια της παντελούς απουσίας της από το ΠΣΑ) είναι η λύση. Διαφορετικά, απλώς καθυστερούμε το αναπόφευκτο : το να καταντήσουμε ένα κράτος φτωχών ανθρώπων (και υπάρχουν πολλά τέτοια στον κόσμο).